“ΣΙΓΑ ΤΟΝ ΠΟΛΥΕΛΑΙΟ”-Θανασης Διμηνας


Στον Οίκο του Θεού, ο μεγάλος, πολυτελής πολυέλαιος είναι πάντα εκεί. Οι άνθρωποι συνωστίζονται. Μες’ στο θρησκόληπτο πλήθος περιφέρονται Άγιοι με ξεσκισμένα σανδάλια και σάπια κορμιά. Φέρνουν βόλτες υπνωτισμένοι, μακάριοι και μακάβριοι. Μυρίζουν αρχαιότητα. Όταν όμως βγήκε ο παπάς από το ιερό, όλοι πάγωσαν. Κρεμασμένοι από τα χείλη του, περίμεναν το σύνθημα της έναρξης, την Εντολή. “Δεύτε λάβετε, φάγετε. Τούτο είναι το σώμα του”, είπε, δείχνοντας τον εαυτό του,” και τούτο είναι το πνεύμα του” συνοδεύοντας την τελευταία φράση με μια κίνηση του χεριού του, που όσοι την ακολούθησαν είδαν ότι κατέληγε στ’ αχαμνά του. Τότε ήταν που οι Άγιοι τού χίμηξαν, με δόντια κοφτερά και ανώμαλα, να τον κατασπαράξουν. Άγγελοι φάνηκαν στις γωνιές ψάλλοντας “Ωσαννά” σε μία γλώσσα ακατάληπτη . Από το πλήθος ακούγονταν φωνές πόνου, φόβου, ντροπής και ηδονής που άλλαζαν σε ουρλιαχτά, καθώς συνειδητοποιούσαν πως είχαν παραδοθεί άνευ όρων στην ακολασία! Στην ακολασία που απαγόρευε με όρκο θανάτου, η ηθική τους. Ο μεγάλος, πολυτελής πολυέλαιος που ήταν εκεί, Σπουδαίος!, άρχισε να στάζει λάδι, στα γυμνά πλέον κορμιά των πιστών, λάδι καυτό. Αναστέναζε ο Οίκος του Θεού ολάκερος. Από το γυναικωνίτη ο Ιερώνυμος Μπος, μεταμφιεσμένος σε Μαρία Μαγδαληνή, αποτύπωνε στο χαρτί τη Θηριωδία. Τα μάτια του έλαμπαν και το συριχτό του γέλιο, αντηχούσε στον τρούλο, κάνοντας την ασυμφωνία των ήχων, θεόρατη! Το όργιο συνεχιζόταν. Η μάζα των πιστών, έπαιρνε διάφορα σχήματα, σαν ένα σώμα παρασυρμένο στους ρυθμούς που υπαγορεύει η ηδονή. Οι Άγιοι που πλέον είχαν καταβροχθίσει τον ανόσιο παπά, καθόταν στα σκαλιά μπροστά από το Ιερό. Άλλοι καθάριζαν τα υπολείμματα ωμής σάρκας από τα κόκαλα και άλλοι ρουφούσαν το μεδούλι, που κρύβει ζωογόνα δύναμη. Οι Άγγελοι είχαν γεμίσει όλες τις γωνίες και σιγά-σιγά κάλυπταν τους τοίχους, σαν κισσός που θεριεύει μόνο σε βαθύ σκοτάδι. Ο Ιερώνυμος είχε φτάσει στην κορύφωση του δημιουργικού τού οίστρου και ταυτόχρονα του σωματικού του. Εξαπέλυε, πυώδη, ποτάμια καυτού σπέρματος προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο μεγάλος, πολυτελής πολυέλαιος ήταν εκεί! Σπουδαίος! Σ’ αυτόν τον παροξυσμό της αλλοφροσύνης, μια λεπτομέρεια, σάλεψε στο βάθος του ναού, πίσω και πάνω από το Ιερό. Ο Χριστός ζωντάνευε… Πρώτα , ξεκάρφωσε με δύναμη το αριστερό του χέρι, ύστερα το δεξί και με τα δύο του χέρια, ελεύθερα πλέον, τράβηξε την πρόκα που κρατούσε αιώνια τα πόδια του ασάλευτα. Ταλαντεύτηκε λίγο πάνω στο Σταυρό και έπεσε, «ο άχρονος αυτόχειρας». Σίγουρα θα διαλυόταν… κι όμως, προσγειώθηκε σαν αρπαχτικό. Σηκώθηκε. Ήταν ιδρωμένος, με ελάχιστα αλλά μακριά μαλλιά, τα μάτια του γεμάτα αίμα, φορούσε έναν μανδύα από ανθρώπινο δέρμα, νύχια βρώμικα και μεγάλα. Προχώρησε αργά, ακουμπώντας πρώτα τη μύτη του ποδιού , έπειτα τη φτέρνα. Αργααά, σταθερά, μύτη-φτέρνα. Παραμέρισε τους Άγιους, που μάλωναν σαν τα σκυλιά για την τελευταία μπουκιά, και μια σκιά φάνηκε στα χείλη του. Κατευθυνόταν προς τον, συνεχώς, μεταμορφούμενο όγκο αργά, μύτη-φτέρνα… Στη θέα τού οι Άγγελοι έπαψαν να ψέλνουν και ένας ψίθυρος απλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη. Τα μαύρα τους φτερά άρχισαν να πέφτουν σχηματίζοντας ένα διάδρομο κάτω από τα πόδια του Ιησού , που κάθε βήμα του άφηνε πίσω στάχτη. Μύτη-φτέρνα… Φτάνοντας κοντά στον πολυέλαιο, ο οποίος ήταν ακριβώς πάνω από την “εικόνα της αποκάλυψης”, σταμάτησε. Σήκωσε το βλέμμα του, όπως ακριβώς το είχε σηκώσει την μέρα που τον σταύρωσαν, αλλά αυτήν τη φόρα δεν κοιτούσε ούτε ουρανό ούτε θεό, μονάχα το μεγάλο, πολυτελή πολυέλαιο που ήταν εκεί! Σπουδαίος! Ξάφνου ο χρόνος σταμάτησε. Παγωνιά, νεκρική σιγή… μέχρι να κατεβάσει το βλέμμα του και όλα να συνεχιστούν όπως ακριβώς πριν. Μπήκε μέσα στο πλήθος και άνοιξε το στόμα του τόσο πολύ που αλλοιώθηκαν τα όποια χαρακτηριστικά. Απ’ αυτήν τη σκοτεινή τρύπα, σαν να υπήρχαν από πάντα, οι φθόγγοι, τα μουγκανίσματα ,οι βρυχηθμοί, οι σιωπές και οι κραυγές ενώθηκαν για ν’ ανασύρουν απ’ τον ίδιο τον τρόμο, τα εξής λόγια: “Εξεύρω τα έργα σου, ότι ούτε ψυχρός είσαι ούτε ζεστός. Είθε να ήσο ψυχρός ή ζεστός. Ούτως, επειδή είσαι χλιαρός και ούτε ψυχρός ούτε ζεστός, μέλλω να σε εξεμέσω εκ του στόματός μου.” και άρχισε να ξερνάει. Αρσενικό, ποτάσα, χολή, λίπαιναν τα περιβάλλοντα σαρκία. Ο Ιερώνυμος είχε τελειώσει πλέον το έργο του, περίμενε να κάνει το ίδιο και ο Υιός του Θεού και όταν τελείωσε κι αυτός πήγε προς το μέρος του. Η μεταμφίεσή του σε Μαρία Μαγδαληνή ήταν τόσο καλή που ακόμα και ο Χριστός απατήθηκε. Με το που τον είδε όρμησε πάνω του και ενώθηκαν σ’ ένα θεϊκό φιλί. Ο Ιερώνυμος όμως δεν έκλεισε τα μάτια, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Είδε λοιπόν, τους ανθρώπους που πνίγονταν στα ξερατά, τους Αγίους που είχαν καταξεσκίσει τις σάρκες τους, τους Aγγέλους που είχαν μείνει χωρίς φτερά και με μία ξαφνική κίνηση έβγαλε κάτω από τον μανδύα του, τον πίνακα που είχε τυλίξει σε ρολό, τον έμπηξε με δύναμη στην εμβληματική ούλη που είχε ο Ιησούς στα πλευρά του και τον απομάκρυνε από πάνω του με μια σπρωξιά. Στο απορημένο βλέμμα του Ιησού απάντησε: “Έσπειρα μέσα σου τον σπόρο τον αρχέγονο, το θανατερό. Κυοφορείς την Καταστροφή. Τούτη είναι η Στιγμή του Tέλους!” Ο Χριστός έπεσε στα γόνατα. Πόνοι φοβεροί τον κατέλαβαν, σπασμοί που συντάραζαν μέχρι και τα θεμέλια του ναού. “Γενηθήτω το θέλημά μου, ως εν ουρανώ και επί της γης!” είπε ο Ιερώνυμος και οι Άγγελοι άρχισαν πάλι να ψέλνουν ύμνο γνωστό αυτήν τη φορά: “Άβε Μαρία. Πρωτόλεια κι έσχατη. Τζάνκι του Μπάροουζ. Άφυλο ον. Συ ο Εκδορέας, ο Προφήτης, ο Εκτελεστής…” και από τα σπλάχνα του Ιησού βγήκε! Βγήκε αυτό που κανείς δεν είδε, κανείς δεν βλέπει και κανείς δεν θα δει. Μία γλοιώδης σφαίρα που άρχισε να ξεδιπλώνεται, αποκαλύπτοντάς το υπερφυσικό μέγεθος του “αγνώστου”. Οι ήχοι που έκανα οι κλειδώσεις και οι αρμοί του θύμιζαν αποσύνθεση και όχι σύνδεση, όπως θα ήταν λογικό. Στάθηκε όρθιο και επιβλητικό πάνω από τον Γεννήτορα που σφάδαζε, τον σήκωσε και τον κράτησε στη μυθική αγκαλιά του. Έπειτα, με την τέχνη που χάθηκε όταν κάηκε και η τελευταία μάγισσα, χτένισε τις λιγοστές τούφες ιδρωμένων μαλλιών του Ιησού. Όσο τις χτένιζε, τόσο μεγάλωναν. Συνέχισε να χτενίζει για εφτά ημέρες και την έβδομη, που πλέον τα μαλλιά είχαν μεγαλώσει αρκετά, αντί να ξεκουραστεί, έπλεξε στην άκρη τους μία αγχόνη. Την πέρασε μέσα από το μεγάλο, πολυτελή πολυέλαιο, που ήταν εκεί, σπουδαίος, και τη φόρεσε στο λαιμό του Θεανθρώπου, που απ’ όσο λένε, όλη αυτήν την ώρα τον κρατούσε με το ένα χέρι ψηλά. Μόνο αγωνίες και φόβοι παρακολουθούσαν τη θυσία. Η βαρύτητα μεγάλωσε ξαφνικά, ήταν η στιγμή που το Νεογνό άφηνε από το χέρι του τον Χριστό να πέσει, να κρεμαστεί… Ο πολυέλαιος έτριξε. Φωνές πανικού: “ΣΙΓΑAAA, ΤΟΝ ΠΟΛΥΕΛΑΙΟOOO!!!”. O Ιερώνυμος όμως γνώριζε και απάντησε περιφρονητικά: “σιγά τον πολυέλαιο…” και ήταν ο πρώτος που έλιωσε από την πτώση του. Ο πολυέλαιος καταστράφηκε και με την καταστροφή του τελείωσε και η όλη Ιστορία.

Σχολιάστε