ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ ΡΟΗΟΝ
ΝΙΚΟς ΚΟΝΔΥΛΗς
του Νικου Κονδυλη
Με λένε Γιώργο αλλά και Γιάννη αλλά στην “πραγματικότητα” με λένε ανδρέα. Ξέρω τόσα πολλά για μένα που έχω ξεχάσει τι είμαι και το μόνο που θυμάμαι είναι ότι είμαι ορφανός και μένω μόνος στην αθήνα. Δεν ξέρω τι ηλικία έχω αν και προτιμούσα πάντα να ήμουν παιδί είτε σαν Γιώργος είτε σαν Γιάννης αλλά γνώριζα ΄τι ήμουν ο Ανδρέας και ήμουν μόνος σε ένα κόσμο που δεν είχε νόημα , είτε σαν Γιάννης είτε σαν Γιώργος είτε σαν Ανδρέας. Η κατάθλιψη εμφανίστηκε σαν μια όμορφη γυναίκα και σύζυγο που παντρεύτηκα με συνοικέσιο από την ζωή, άθελά μου , ηθελημένα μου δεν το θυμάμαι. Δεν την ερωτεύτηκα απλά την συνήθισα σαν συντροφιά σε ένα χαμένο νοήμα εκτός από την ημέρα που αναζήτησα ένα πατέρα , ένα φίλο , ένα άνθρωπό του Διογένη και τον συνάντησα σαν Γιώργος και σαν Γιάννης αλλά όχι σαν Ανδρέας.
Από το ορφανοτροφείο με συστήσανε σε ένα πατέρα 60 χρονών .Τον συμπάθησα γιατί μόνο συμπαθούσα αλλά τυχαίο την ίδια χρονική στιγμή είχα γνωρίσει τον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος, ο Αλέξανδρος , ναι αυτόν τον ερωτεύτηκαν. Αρχικά σαν νόημα κρυμμένο , ο Ανδρέας δεν ξέρω τι έκανε θυμάμαι μόνο ότι επιβίωνε. Αυτό δεν το γνώριζε ο πατέρας μου ότι εγώ είχα ένα φίλο και σύντομα με γνώρισε στον ετεροθαλή αδελφό μου το Βαγγέλη. Ο δυνατός ,ατρόμητος, περίεργος , κακός , όμορφος. Κοιμόμασταν μαζί στο ίδιο δωμάτιο και με φώναζε σαν Γιώργο και σαν Γιάννη αλλά ποτέ σαν Ανδρέα. Εν τέλει αγαπηθήκαμε σαν αδέλφια αλλά όχι σαν φίλοι όπως με τον Αλέξανδρο. Ο οποίος μου προσέφερε την φιλία του χωρίς καν να με γνωρίζει ούτε ακόμα και το όνομα μου , είτε σαν Γιωργο είτε σαν Γιάννη είτε σαν Ανδρέα.
Τότε ήταν που ως Ανδρέας είδα ένα κρυμμένο νόημα διπλά από την κατάθλιψη και ένα νόημα που δεν μπορούσε να καταλάβει σαν Γιώργος και σαν Γιάννης .Χωρίς να το περιμένω ζήλεψε η γυναίκα μου , να αποκτήσει και αυτή το νόημα , μου είπε ότι ήθελε. Την φίλησα στο στόμα και αυτή την επόμενη στιγμή έφυγε από τα χείλια μου απαλά ,έστριψε το κεφάλι της με θάρρος και κατευθύνθηκε προς τον αδελφό μου. Δεν του είπε κουβέντα και μετέδωσε όλη της την ζήλια με ένα φιλί στο ένα μάγουλο και ένα χαστούκι στο άλλο. Έφυγε μετά και έφτιαξε ένα σπίτι…. μου έστειλε ένα γράμμα … πως αργά ή γρήγορα θα γύριζα ηθελημένα ή άθελά μου ΠΑΛΙ σε αυτή …. δεν ανέχεται να αγαπάω ένα κρυμμένο νόημα ενώ είχα αυτή δίπλα μου και θα μου το αποδείξει….. έγραφε…… αργά η γρήγορα είτε σαν Γιώργος , είτε σαν Γιάννης , είτε σαν Ανδρέα θα επέστρεφα σπίτι.
Εγώ είμαι ένα παιδί σαν Γιώργος και σαν Γιάννης ,ο Ανδρέας δεν ξέρω τι ηλικία έχω πια . Απλά επιβιώνω ανάμεσα από πολυκατοικίες , χωρίς εθνικότητα , πιο θνητός και ξένος για όλο το κόσμο και ο κόσμος ο ίδιος εχθρικός και απόν από την προσωπικότητα ενός ατόμου, με χωρισμένο πυρήνα και περιτριγυρισμένος από ηλεκτρόνια να περπατά στην Πατησίων αόρατος είτε μιλάω σαν Γιώργος είτε Γιάννης όπως ένα παιδί που έχει μόνο ένα φίλο, ένα φίλο να τον αποδέχεται ως αντιύλη στην ηλικία ενός παιδιού………….
, έτσι απλά. Η γυναίκα μου περίμενε σε ένα σπίτι να επιστρέψω και εγώ συνομιλούσα κάθε μέρα με τον Αλέξανδρο. Όταν γύριζε στο δώμα μετά την δουλειά. Τον επισκεπτόταν δίπλα ακριβώς μέσα σε μία αποθήκη της πολυκατοικίας, τον παρακολουθούσε μέσα από μικρές τρύπες στο τοίχο, χωρίς να του μιλάω , μιλάγαμε μόνο όταν έπεφτε να ξεκουραστεί στο κρεβάτι , εκεί μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.
Μιλούσαμε για το χάρισμα που είχαμε εγώ να του μιλάω σαν Γιάννης και σαν Γιώργος και αυτός να μου μιλάει μόνο σαν Αλέξανδρος. Πότε μιλούσε με τον συντηρητικό και χριστιανό Γιώργο πότε με τον απελευθερωμένο έως τα άγρια ένστικτά του τότε που είχε για όπλα μόνο τα νύχια και τα δόντια του Γιάννη.
Ο Αλέξανδρος μας μιλούσε για ένα κόσμο στον οποίο θα μπορούσαμε να πάμε και να ζήσουμε εκεί κάποια στιγμή .Πού ήταν αυτός ο κόσμος ο Αλέξανδρος δεν είχε ιδέα. Πού ήταν όταν ο Αλέξανδρος μίλαγε, στο δώμα? Όχι ήταν εκεί μισοξύπνιος , μισοκοιμισμένος όταν αντιλήφθηκε ότι μιλάει σε κάποιον και κάπως άνοιξε τα μάτια , είδε το ταβάνι , το τοίχο , το παράθυρο και ήταν και αυτός εκεί αλλά μόλις είχε επιστρέψει. Κουβαλώντας μαζί του την παγκόσμια βαρύτητα του σύμπαντος καθώς ρούφαγε το τσιγάρο μιας “πραγματικότητας” που τον αποδέσμευε από την αντίληψη της ύπαρξής του , έχοντας τα μάτια ανοιχτά μόνος να συνομιλεί με τον ενθουσιασμένο Γιάννη που τον αποδέχτηκε έως ανύπαρκτο, ο ένας τον άλλον…παύση… ουρλιαχτά… εικόνες από ίσκιους που εκδηλώνουν βία …. παύση…
Αλέξανδρε?
Έλα ο Γιάννης είσαι?
Ναι… Αλέξανδρε ποίο είναι το νόημα
Η Ελευθερία
Ποια από όλες ? Σε ποιο νόημα της ?
Ανακαλύπτεις την προσωπική σου αλλά επιτυγχάνετε μόνο άμα πεθάνεις υπό ορισμένες συνθήκες επιβιώσεις πρώτα
Πόσα ακόμα λόγια παρόμοια του έλεγε για τον έρωτα , την αγάπη , το δίκιο και μετά παύση… πράγματα που σπάνε… παύση… ακούγετε κάποιος να καλεί σε βοήθεια… παύση…
Αλέξανδρε ?
Τι ώρα είναι?
Βράδυ αργά
τι θες νυχτιάτικα
Σ΄αγαπώ
Δεν γίνετε
Αλήθεια σου λέω
Είναι πλατωνικός έρωτας
Όχι σ΄αγαπάω και θέλω να ζήσω μαζί σου .Εδώ με βαράνε…
Παύση…
Είχε περάσει ένας μήνας στο δώμα .Ήταν λίγο πριν κοιμηθεί , ίσως όταν έκανε μπάνιο , όταν έτρωγε αλλά πάντα μέσα στο δώμα του μίλαγα μόνο σαν Γιάννης. Τον ερωτεύτηκα μόνο σαν Γιάννης , δεν υπήρχε κανένας άλλος , ήμουν ο Γιάννης και ήμουν ερωτευμένος με τον Αλέξανδρο και ο Αλέξανδρος δεν ήξερε ότι εγώ είχαν έναν αδελφό και ένα πατέρα. Εδώ ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο είσαι υπνωτισμένος , έτσι και ο Αλέξανδρος υπνωτισμένος , αθώος , μη γνωρίζοντας την ζήλια του Βαγγέλη αλλά και την γυναίκα μου … παύση…
Είχε βραδιάσει και ο Αλέξανδρος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
-Αλέξανδρε?
Έλα
Κοίτα εδώ στο τοίχο δίπλα από την εξώπορτα, κοντά στο μπάνιο
‘χμ πόσο θάρρος έχει αυτό το παιδί” σκέφτηκα σαν Γιώργος , όταν ο Αλέξανδρος γύρισε και κοίταξε το τοίχο
Γιάννη?
Όχι ο Γιώργος είμαι
τι έγινε?
Θα έρθει ο Γιάννης .Είναι ερωτευμένος μαζί σου .Πρόσεξε τι θα κάνεις .Εδώ είναι χαμένος , σώστον εσένα δεν σε ξέρει κανείς χριστιανός ,θα τα καταφέρεις
Παύση…. πόρτες και παράθυρα ηχούν καθώς ανοίγω κλείνουν…. Παύση ……”θα φύγω ρε “…. Παύση …..
-Αλέξανδρε , Αλέξανδρε αγάπη μου
Γιάννη?
Με κατάλαβες αμέσως .Θα έρθω εκεί να ζήσουμε μαζί ,εδώ με βαράνε , δεν τρώω καλά , δεν πηγαίνω σχολείο , με εκμεταλλεύονται οι πάντες , δεν έχω ελπίδα , με κλείνουν μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο σαν να είμαι κανα ζώο
Ο Αλέξανδρος κοίταγε το ταβάνι με τα χέρια στο κεφάλι για στίρηγμα .Ηταν συγκινημένος παύση…
ΕΝΑ δάκρυ παύση… η ύπαρξη ξεχειλίζει από ύλη, υπερβαίνει το εγώ παύση…
έλα κανε γρήγορα θα σε περιμένω
παύση…
Τον αγαπάω ρε και θα φύγω μαζί του
Είμαι ο αδελφός σου ακουσέμε πρέπει να τον δούμε μαζί και δεν θα πω τίποτα στον πατέρα
παύση…
Νάτος
– – χμ σκεφτόταν ο Βαγγέλης μόλις τον είδε. Σκεφτόταν την ευάλωτη θέση που βρισκόταν ο Αλέξανδρος , ο ανύπαρκτος και η ανυπαρξία που τον περιέβαλε ήταν φτασμένη από απρόσωπη για αυτόν ύλη και ο Βαγγέλης ναι αυτός για αυτήν την γυναίκα θα έδινε ύπαρξη με σκοπό το κέρδος.
Παύση….