Το λογοτεχνικο ειδος cut up


Η τεχνική cut-up (ή découpé στα γαλλικά) είναι μια τυχαία λογοτεχνική τεχνική στην οποία ένα γραπτό κείμενο κόβεται και αναδιαμορφώνεται για να δημιουργήσει ένα νέο κείμενο. Η ιδέα μπορεί να ανιχνευθεί τουλάχιστον στους Dadaists της δεκαετίας του 1920, αλλά έγινε γνωστή στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από τον συγγραφέα William S. Burroughs και έκτοτε χρησιμοποιήθηκε σε μια ευρεία ποικιλία περιβαλλόντων.

Η κοπή πραγματοποιείται λαμβάνοντας ένα τελικό και πλήρως γραμμικό κείμενο και κόβοντας το σε κομμάτια με μερικές ή μεμονωμένες λέξεις σε κάθε κομμάτι. Τα κομμάτια που προκύπτουν στη συνέχεια αναδιαμορφώνονται σε ένα νέο κείμενο, όπως στα ποιήματα του Tristan Tzara όπως περιγράφεται στο σύντομο κείμενο του, ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ένα POAD DADAIST.

Ιωάννης & Κοψίνης


Ἔκαναν ἔρωτα τουλάχιστον δυό φορές τήν ἡμέρα (κάθε φορά πού δέν ἔβρισκαν κάτι ἐνδιαφέρον νά δοῦν στήν TV) καί δέν ὑπῆρξαν ποτέ ἐρωτευμένοι – οὔτε κάν φίλοι!
Συναντήθηκαν στό σπίτι μου στή Σερβία τήν περίοδο τῶν Νατοϊκῶν βομβαρδισμῶν. Λίγες μέρες ἀργότερα κι ἐνώ ὁ Slobodan Milosevic συνθηκολογοῦσε αὐτοί ἐγκαινίαζαν στή Νέα Ὑόρκη τό δικηγορικό τους γραφεῖο πού ἀπό τότε μέ ἐκπροσωπεῖ σέ ὅλες μου τίς ὑποθέσεις.
Ἦταν λοιπόν ἐπαγγελματικοί οἱ λόγοι πού τούς ἀνάγκαζαν νά μέ ἐπισκεφτοῦν στή Βυρυτό τή στιγμή πού τά ἰσραηλινά F-15 βομβάρδιζαν τή Dahieh. Ἀδιαφοροῦσαν γιά τόν πόλεμο ἀλλά ἔτρεμαν στήν ἰδέα τοῦ θανάτου! Τό μόνο πού τούς παρηγοροῦσε ἦταν ὅτι τά σπίτια μου ἀπό τούς χημικούς βομβαρδισμούς στήν κουρδική Halabja μέχρι σήμερα εἶχαν δοκιμαστεῖ σέ ἀμέτρητους πολέμους.
Εἶχα κολλήσει τό πρόσωπό μου στό ἀλεξίσφαιρο τζάμι τή στιγμή πού ἄκουσα τούς ἤχους ἀπό τά πλήκτρα τοῦ κοντρόλ κι ἀμέσως μετά τήν πόρτα πού ἄνοιγε αὐτόματα.
Ἦταν τόση πολλή ἡ σκόνη ἀπό τά ἐρεἰπια πού σήκωνε ὁ ἀέρας πού τό γυαλί εἶχε μετατραπεῖ σέ καθρέπτη καί μέσα ἀπ’ αὐτό μπόρεσα νά τούς παρακολουθήσω καθώς χαιρετοῦσαν τούς Λιβανέζους μαχητές τῆς Hezbollah πού τούς συνόδευαν.
Μπήκαν στό σπίτι κι ἐγώ παρέμεινα ἀκίνητος νά προσπαθῶ νά διακρίνω πίσω ἀπό τή σκόνη τίς ζημιές πού εἶχε προκαλέσει ὁ τελευταῖος GBU-28.
Θά ἦταν λάθος ἄν ἔλεγαν ὅτι ἀγαπάω τόν πόλεμο καί ὅτι μαγεύομαι ἀπό τή φωτιά του. Ἐγώ τούς καπνούς τῶν μαχῶν ἀκολουθῶ καί αὐτούς συλλέγω. Νά γεμίσω τό μπαλόνι τῆς ἄδειας μου ὕπαρξης προσπαθῶ μήπως καί κάποια στιγμή τό δῶ ν’ ἀνατέλλει καί μπορέσω ἐπιτέλους νά ἐλευθερωθῶ στό μπαλονοβασίλεμά του!
Συλλέκτης μαχῶν ἐγώ, μπορῶ νά νοιώσω ζωντανός μόνο μέσα στόν πόλεμο καί γι’ αὐτό τόν ἀκολουθῶ ἀπό τό 1988. Τό μάθημα ἀπό τίς συγκρούσεις στό Ἰράκ, τή Τσετσενία ἀλλά καί τόν Λίβανο εἶναι ὅτι καί τά πιό τέλεια συμβατικά ὄπλα ὅσο καταστροφικά κι ἄν εἶναι δέν εἶναι ποτέ ἀρκετά ἀποτελεσματικά. Οἱ συγκρούσεις παύουν ἀνά διαστήματα ἀλλά ἡ ἀνάσα τοῦ πολέμου δέν σταματᾶ ποτέ κι ἔτσι ἐγώ μπορῶ νά συνεχίζω νά ζῶ!
Ὅταν στίς 14 Φεβρουαρίου τοῦ 2005 ἡ ἔκρηξη ἑνός παγιδευμένου αὐτοκινήτου στήν πλατεία τῶν Μαρτύρων προκάλεσε τόν θάνατο τοῦ πρώην πρωθυπουργοῦ τοῦ Λιβάνου, Rafiq Hariri, ἤξερα ὅτι δέν εἶχα πολύ χρόνο γιά νά ἐτοιμαστῶ. Οἱ πληροφοριοδότες μου σύστησαν νά ψάξω γιά σπίτι στή γειτονιά τῆς Dahieh κι εὐτυχῶς οἱ βομβαρδισμοί τῶν Ἰσραηλινῶν δέν τούς διέψευσαν.
Μέσω ἑνός μεσιτικοῦ γραφείου ἀγόρασα καί τά τέσσερα διαμερίσματα τοῦ ἔκτου ὀρόφου μιάς πολυκατοικίας πού βρισκόταν στό κέντρο τῆς περιοχῆς καί ξεκίνησα ἀμέσως νά ὀργανώνω τά συνεργεία πού θά μοῦ ἐτοίμαζαν τό σπίτι. Τό πιό δύσκολο κομμάτι ἦταν ὅπως πάντα ἡ θωράκισή του πού εἶναι ἐμπνευσμένη ἀπό τή τεχνολογία τῶν τεθωρακισμένων καί τελειοποιημένη ἀπό τούς τεχνικούς μου. Ὁ ὄγκος τῶν ὑλικῶν πού χρησιμοποιήθηκαν στό πάτωμα, στό ταβάνι καί στούς τοίχους ἀφαίρεσαν 50 εκ. ἀπό τό ὕψος τοῦ διαμερίσματος καί 70 τμ. ἀπό τά 320 τοῦ ὀρόφου.
Δημιουργήθηκε οὐσιαστικά στό ἐσωτερικό τῆς πολυκατοικίας ἕνα τεθωρακισμένο κουτί ἐξοπλισμένο μέ ἐβδομήντα τεράστιους ἀερόσακους, ἡ χρήση τῶν ὁποίων ἐγγυᾶται τήν ἀπόλυτη ἀσφάλεια ἀκόμα κι ἄν κάποια βόμβα πλήξει τήν πολυκατοικία καί τό ἐκσφενδονίσει μακριά!
Ἀφού μπήκαν, στάθηκαν καί οἱ δύο ἀκίνητοι νά μέ κοιτάζουν. Καταλάβαιναν ὅτι ἡ στιγμή ἦταν ἀκατάλληλη γιά νά μοῦ μιλήσουν κι ἄρχισαν νά ἐξερευνοῦν τό διαμέρισμα, ψάχνοντας προφανῶς γιά τήν TV.
Στά σπίτια μου ζῶ πάντα μόνος νοικιάζοντας ὅποτε εἶναι ἀναγκαῖο οἰκιακές ὑπηρεσίες καί ἔρωτα. Ἡ μοναδική μου ἀπαίτηση εἶναι τά κορίτσια πού δουλεύουν γιά ‘μένα νά μήν χρησιμοποιοῦν καμιά ἀπό τίς γλῶσσες πού γνωρίζω. Τό θεωρῶ ἀπαραίτητο ν’ ἀποκλείεται κάθε μορφή διαλόγου.
Ἡ Μαρία (ὅλες Μαρία τίς φωνάζω) στεκόταν ὄρθια μπροστά σ’ ἕνα ἄλλο παράθυρο στό βάθος τοῦ διαμερίσματος. Κρατοῦσε στό χέρι ἕνα τασάκι καί κάπνιζε ἀσταμάτητα. Ὁ ἀέρας εἶχε σταματήσει καί μποροῦσα σιγά-σιγά νά διακρίνω μερικές γυναῖκες καί παιδιά πού ἔψαχναν μέσα στά χαλάσματα.
Ὁ πόλεμος εἶναι ἴδιος παντού καί τά παιδιά παντού ἴδια εἶναι. «Παιδιά στίς στάχτες τοῦ πολέμου». Πολύ καλό ὑλικό γιά νεοφώτιστους φωτορεπόρτερ καί τέλειο σκηνικό γιά νά μεγαλώσει ἡ πλήξη μου!
Ἄκουσα τή Μαρία ἀπό τό ἄλλο παράθυρο νά λέει κάτι στά ἀκατανόητα ρωσικά της. Ἦταν μία ἀπό τίς ἐλάχιστες φορές πού τή θυμόμουν νά μιλάει καί μετά ἀπό λίγο τήν ἄκουσα νά ἐπαναλαμβάνει τήν ἴδια φράση. Τήν πλησίασα καί στάθηκα δίπλα της. Ἀκολούθησα τό βλέμμα της μέσα στή σκόνη καί τά ἐρείπια. Δίπλα σ’ ἕνα αὐτοκίνητο πού καιγόταν ἀκόμα μπόρεσα να διακρίνω νεκρό ἕνα πρόβατο.
Τήν κοίταξα καί τῆς μίλησα:
«Ἕνα πρόβατο θύμα τῶν βομβαρδισμῶν».
«Da» μοῦ ἀπάντησε.

23476306_10155833063621649_1682160015_n

Παπαγεωργίου Νίκος


Ώρα 14:30 μεσημέρι σε κάποιο χωρίο ,σε κάποιο καφενείο,αλήθειες περιφέρονται ,με «θεία» κοινωνία (τσίπουρα ,μπίρες , κρασί),αλήθειες μεταξύ σοβαρού και αστείου που άλλοτε πονάν και άλλοτε σατιρίζουν γιατί βγαίνουν χωρίς φόβο ή πάθος . Απλά βγαίνουν. Ο καθένας εδώ ,μα και παντού ,κουβαλάει το σταυρό του και ανεβαίνει τον προσωπικό του Γολγοθά . Όμως ,εδώ ,τώρα,σ’αυτό το μικρό καφενείο ,του Αποστόλη,βγαίνει μια αυθεντικότητα ,τόσο μα τόσο καθαρή που σε κάνει να γελάς κομπάζοντας ή και βουρκώνοντας (κάποιες στιγμές). <<Ο τρελός είδε το μεθυσμένο και φοβήθηκε>>,λένε …(/) Ένα απλό καφενείο μετατρέπεται σ’εκκλησία όπου αλήθειες και τύψεις σέρνονται στην μπάρα σαν τα χυμένα ποτά …σιωπηλά !

Ο Θέμις έχασε την δουλειά του ,ένα χρόνο τώρα ψάχνει τρόπους να θρέψει τα παιδιά του ,ο «μαλλιάς»βλαστημά κερνώντας …κάπου ,κάπως ,κάποτε του «έφυγε» η τέχνη του μες απ’τα χέρια του . Ο κυρ- Βασίλης κερνά (χωρίς έννοιες ) γιατί είν’ ο εξ Αμερικής «φορτωμένος» του χωριού. (/) Ακόμα και ο τοκογλύφος του χωριού ,επίσης ,όλους τους κερνά ,όμως είναι το μόνο κέρασμα που πέφτει στο πάτωμα το μάτι όλων ,γιατί μέσα τους ξέρουν ότι κερνά για να κάνει δημόσιες σχέσεις …για να νιώθει ότι μπορεί να κοιμάται ήσυχος τα βράδια.

Και μέσα σ’όλα αυτά και τ’άλλα ,υπάρχει και η Καιτούλα (13-14 χρονών κοπέλα ) ,βοηθάει τον θείο της τον Αποστόλη τις ώρες που έχει φόρτο το μαγαζί. Έχασε τους δικούς της σε τροχαίο (κάποια χρόνια πριν) και έτσι βρέθηκε υπό την προστασία του αδερφού του πατέρα της (από ανάγκη) και τώρα «εκκλησιάζεται» μες τον τεκέ των πάντων πλέον σα κόρη είναι …κι αν κανείς – έστω στιγμιαία – λοξή σκέψη από το νου του περάσει ….ισόβια ο Αποστόλης «θ’ακούσει» αλλά λοξή σκέψη σ’άλλον δεν θα τολμήσει να ξαναπεράσει. Και το γνωρίζουν όλοι αυτό ,ότι έτσι θα γενεί ! Γι’αυτό παρ’όλη τη σούρα ή την μαστούρα ….κανένας τους δεν τολμά ίσα στα θλιμμένα μάτια της να κοιτάξει !!! Υ.Γ Μπορεί να σας μοιάζει βγαλμένο από ταινία του ’60 ,του Ελληνικού κινηματογράφου ,μα είναι μια αληθινή ιστορία του σήμερα ,σε όλα της τα σημεία και σε κάθε λεπτομέρεια . Παπαγεωργίου Νίκος

Ο ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ ΤΙΜΩΡΟΣ


ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΜΗΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

Νωρίτερα όλα ήταν αλλιώς. Τίποτα δεν είχε απογίνει, δεν είχε γίνει ακόμα πρωί. Δεν ήταν εκεί. Είχε τουλάχιστον κάτι ν’ασχοληθεί.

Ήξερε πως τα πόδια της δε θα άντεχαν. Θα λύγιζαν και θα την σώριαζαν στο κρύο μωσαϊκό ∙ πιο κρύο κι απ’το νερό που θα της έριχνε με τον σκουριασμένο κουβά, για να συνέλθει από τη λιποθυμία. Αν ήθελε να την έχει όρθια έπρεπε να την έχει δεμένη με τα λουριά στο δοκάρι.

Την έστησε με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. Δεν υπήρχε κανένα αίτημα, έκκληση καμιά. Μοιράζονταν επιτέλους την ίδια σιωπή. Την πλησίασε και της ψιθύρισε στ’αυτί

Μπορείς να φύγεις.

Να θυμάσαι μονάχα

Σε λύνω για ν’ αναμένω το δέσιμο.

Πριν λύσει τα λουριά και αποχωριστεί τη στημμένη αποκλειστικά γι’αυτόν γύμνια της, την ερειπωμένη ματιά της, που τώρα μόνο η δική του γύμνια ήταν η αποκλειστική της θέα (ο τιμωρός ήταν κι αυτός γυμνός∙ έμοιαζαν πλέον σε πολλά∙ ίσως να μοιράζονταν τα πάντα τώρα που τα έχασαν όλα∙ γυμνοί, αλλά όχι σαν εραστές), πρίν λύσει τα λουριά και την αποχωριστεί, έπιασε τις παλάμες της, τις έκλεισε σαν σε προσευχή και τις τρύπησε με ένα μηχάνημα που χρησίμευε σαν συρραπτικό, αλλά για οικοδομικά υλικά∙ σίγουρα όχι για οικιακή χρήση.

Μη με παρεξηγείς.

Τα καρφιά στα χέρια σου είναι αναμνηστικά μου.

Τώρα χάσου.

Ή μάλλον στάσου. Μείνε εδώ.

Θα φύγω εγώ. Θα χαθώ κι ας αλλάξω.

Άνοιξε τη βαριά σιδερένια πόρτα της βιοτεχνίας, πήδηξε κάτι τσουβάλια με άμμο και προχώρησε στο δρόμο. Σε λίγο ξημέρωνε. Σε μια από τις πολυκατοικίες που προσπέρασε εκείνο το πρωινό που σε λίγο ερχόταν,  με το αργό αλλά σίγουρο βήμα του,  ένας άλλος νέος άνδρας προσπαθούσε να στηρίξει τη μισοφουσκωμένη πλαστική κούκλα του σε μια στάση που ξεσήκωσε από κάποιο περιοδικό. Η παραμορφωμένη απ’το μάταιο ζούλιγμα φίλη του είχε μια μικρή τρύπα σε κάποιο άκρο της (χέρι ήτανε; πόδι;  αριστερό; δεξί;). Από κάποια καρφίτσα που η θεία Ευσταθία είχε ξεχάσει στον καναπέ.

Για μια στιγμή η κούκλα ισορρόπησε σε μια βολική για διείσδηση στήριξη. Κοκάλωσαν τα μάτια του. Η γυαλάδα τους θύμιζε ψεύτικη∙ σαν το βερνίκι στα ματια της πλαστικής φίλης του. Τώρα οι δυό τους έμοιαζαν περισσότερο από ποτέ. Τώρα ήταν η κατάλληλη ώρα. Έπρεπε να βιαστεί, έστω για να χαρεί μια στιγμή την ψευδαίσθηση που υποσχόταν η μορφή της.

Ήξερε πως τα πόδια της δε θα άντεχαν. Θα λύγιζαν και θα την σώριαζαν στο κρυό παρκέ του σαλονιού της θείας Ευσταθίας. Έτσι κι έγινε. ΑΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΤΗΝ ΕΧΕΙ ΟΡΘΙΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΗΝ ΕΧΕΙ ΔΕΜΕΝΗ Η τραγωδία ήτανε πως αυτό δεν ίσχυε μονο για την ψεύτικη φίλη του, αλλά και για την πεσμένη ψωλή του. Έκλαιγε. Λες κι ήταν κορίτσι. Έκλαιγε που δεν μπορούσε να επιβάλει τη βία του μήτε σ’ένα κορμί χωρίς ανάσα. Άρχισε να χτυπά το κεφάλι του στο δοκάρι που στήριζε το πάσο της κουζίνας. Σταμάτησε ξαφνικά απότομα. Τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα. Ήξερε τι χρειαζόταν. Κάποια ανάμνηση πατρική του έδωσε τη λύση.

Έβγαλε το λουρί απ’τη μέση του και το ξεχειλωμένο παντελόνι του έπεσε στο πάτωμα. Κατέβασε το εσώρουχό του. Από πάνω ήταν ήδη γυμνός. Δεν ήθελε να είναι σκεπασμένος με τίποτα πια. Έπιασε με τα χέρια –αυτά που για πρώτη φορά τολμηρά άγγιζαν κάτι- έπιασε με τα χέρια του το λουρί και το τίναζε με φόρα κατά πάνω του, κυρίως στην πλάτη, και όπου αλλού πάρει. Κάποιες φορές δεν άντεξε και έβγαλε ένα βαθύ αρρενωπό βογγητό.

Τώρα δεν έσταζε δάκρυ. Η κίνηση ήταν αργή αλλά σίγουρη. Μια σιγουριά ιερή, που διαπερνούσε τα χέρια του∙ ξεπερνούσε τη θέληση. Σαν να υπάκουγε σε μια εντολή που ερχόταν αυτόματα μέσα από την παλάμη. Έπαψε μόνο όταν κατά λάθος κοίταξε χαμηλά και την είδε σηκωμένη. Την χάιδεψε. Την καμάρωσε όρθια και γερή. Οι παλάμες του χαλάρωσαν και το λουρί χύθηκε στο παρκέ.

(Παύση)

Η κούκλα, η όρθια και γερή, έσκυψε αισθησιακά, σήκωσε το λουρί και  τον προσκάλεσε δίπλα της ακουμπησμένη στο πάσο της κουζίνας∙ εκείνος τρέκλισε προς τα ‘κει και όταν έφτασε τον έδεσε στο δοκάρι με το λουρί. Μετά του ψιθύρισε ήρεμα στ’αυτί

Σε δένω για ν’ αναμένεις το λύσιμο

Τώρα φεύγω. Εσύ μείνε εδώ να κοιμάσαι.

Θα αλλάξω ξανά. Θα μοιάζω με τρύπια σακούλα

χυμένη στο πάτωμα, αλλά εσύ θα θυμάσαι.

Οι παλάμες σου με έκαναν σκληρή.

Η κίνησή τους είναι μαγική. Μεταμορφώνει

τον πόνο σε ηδονή.

Σε κάποιο άλλο τετράγωνο παρακάτω, ο περαστικός τιμωρός έφτασε κάτω απ’το μπαλκόνι όπου ένας πατέρας συμβούλευε το γιο του να μην κλαίει.

Αν θέλεις να λέγεσαι άντρας δεν πρέπει να πονάς.

Πήγαινε στη μάνα σου. Με το τσιμπιδάκι της

θα σου βγάλει την ακίδα απ’το χέρι και

θα σου ρίξει βάμα στην πληγή.

Εκείνη έπραξε έτσι ακριβώς. Μόνο πρόσθεσε

Άλλη φορά δεν πρέπει να μπαίνεις μόνος σου στο γκαράζ.

Όταν θέλεις την μπάλα σου θα πρέπει να την ζητάς.

Για να παίζεις γιόκα μου και να περνάς καλά,

πρέπει να ‘σαι υπάκουος, όχι αλόγιστα να τολμάς.

Αν δε φοβάσαι θα πονάς.

Ο περαστικός τιμωρός φοβήθηκε τι συνέπειες θα είχαν αυτές οι συμβουλές στη νεαρή ψυχή. Αλλά αυτή τη φορά δεν αντιμίλησε.  Ήξερε πως τα πόδια του δεν τον άντεχαν πια. Είχε γεράσει τόσα χρόνια να προσπαθεί να υπερασπιστεί τον άγραφο νόμο της ηδονής. Παραπάτησε. Έχασε την ισορροπία του και, για να μην πέσει, γράπωσε, για να στηριχθεί, μια κολώνα της ΔΕΗ. Πριν λυγίσουν τα χέρια του και σωριαστεί στην άσφαλτο, κοίταξε την αντανάκλασή του στην βιτρίνα απέναντι σ’ένα μαγαζί, και ψέλισε στον εαυτό του –ή μήπως άραγε στον υπάλληλο μέσα, που στεκόταν όρθιος με τα χέρια του να χαϊδεύουν την ταμιακή μηχανή; –

Σ’ αφήνω γιατί αναμένω το πέσιμο

Εκείνη την ώρα είχε αδειάσει το κατάστημα ερωτικών ειδών. Όλη τη νύχτα πολλοί προσπάθησαν εκεί, αλλά το πρωί κανείς δεν μπορούσε να θυμηθεί πως είναι να είσαι εραστής. Ο υπάλληλος άλλαξε καρούλι στην ταμιακή και κατέβασε τα στόρια.

 

Ήταν πλέον σίγουρα πρωί, μπροστά στο κατάστημα ερωτικών ειδών που ο περαστικός επιτέλους κοιμήθηκε. Κανείς έκτοτε δε θυμήθηκε πως ήταν κι αυτός κάποτε εραστής. Πως τον έρωτα του, που άλλοτε οι τύψεις και ο φόβος του στέρησαν, αυτός τον ξεπλήρωνε πάντοτε με αίμα τοις μετρητοίς. Ο μωρός. Τι κατάφερε; Τι; Μωρός. Μωρός. Τι μωρός!

Le symbole de l’ alliance


……οι συμπαντικες μας διαστασης

προερχομενες απο προζωικες υποστασης

συνουσιαστηκαν

με το συμβολαιο της ελευθεριας

που το ονομα της ακουγετε ως φρειδερικος νικολαος

alors, le contrar de la liberte

recherche son soleil