ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΜΗΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
Νωρίτερα όλα ήταν αλλιώς. Τίποτα δεν είχε απογίνει, δεν είχε γίνει ακόμα πρωί. Δεν ήταν εκεί. Είχε τουλάχιστον κάτι ν’ασχοληθεί.
Ήξερε πως τα πόδια της δε θα άντεχαν. Θα λύγιζαν και θα την σώριαζαν στο κρύο μωσαϊκό ∙ πιο κρύο κι απ’το νερό που θα της έριχνε με τον σκουριασμένο κουβά, για να συνέλθει από τη λιποθυμία. Αν ήθελε να την έχει όρθια έπρεπε να την έχει δεμένη με τα λουριά στο δοκάρι.
Την έστησε με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. Δεν υπήρχε κανένα αίτημα, έκκληση καμιά. Μοιράζονταν επιτέλους την ίδια σιωπή. Την πλησίασε και της ψιθύρισε στ’αυτί
Μπορείς να φύγεις.
Να θυμάσαι μονάχα
Σε λύνω για ν’ αναμένω το δέσιμο.
Πριν λύσει τα λουριά και αποχωριστεί τη στημμένη αποκλειστικά γι’αυτόν γύμνια της, την ερειπωμένη ματιά της, που τώρα μόνο η δική του γύμνια ήταν η αποκλειστική της θέα (ο τιμωρός ήταν κι αυτός γυμνός∙ έμοιαζαν πλέον σε πολλά∙ ίσως να μοιράζονταν τα πάντα τώρα που τα έχασαν όλα∙ γυμνοί, αλλά όχι σαν εραστές), πρίν λύσει τα λουριά και την αποχωριστεί, έπιασε τις παλάμες της, τις έκλεισε σαν σε προσευχή και τις τρύπησε με ένα μηχάνημα που χρησίμευε σαν συρραπτικό, αλλά για οικοδομικά υλικά∙ σίγουρα όχι για οικιακή χρήση.
Μη με παρεξηγείς.
Τα καρφιά στα χέρια σου είναι αναμνηστικά μου.
Τώρα χάσου.
Ή μάλλον στάσου. Μείνε εδώ.
Θα φύγω εγώ. Θα χαθώ κι ας αλλάξω.
Άνοιξε τη βαριά σιδερένια πόρτα της βιοτεχνίας, πήδηξε κάτι τσουβάλια με άμμο και προχώρησε στο δρόμο. Σε λίγο ξημέρωνε. Σε μια από τις πολυκατοικίες που προσπέρασε εκείνο το πρωινό που σε λίγο ερχόταν, με το αργό αλλά σίγουρο βήμα του, ένας άλλος νέος άνδρας προσπαθούσε να στηρίξει τη μισοφουσκωμένη πλαστική κούκλα του σε μια στάση που ξεσήκωσε από κάποιο περιοδικό. Η παραμορφωμένη απ’το μάταιο ζούλιγμα φίλη του είχε μια μικρή τρύπα σε κάποιο άκρο της (χέρι ήτανε; πόδι; αριστερό; δεξί;). Από κάποια καρφίτσα που η θεία Ευσταθία είχε ξεχάσει στον καναπέ.
Για μια στιγμή η κούκλα ισορρόπησε σε μια βολική για διείσδηση στήριξη. Κοκάλωσαν τα μάτια του. Η γυαλάδα τους θύμιζε ψεύτικη∙ σαν το βερνίκι στα ματια της πλαστικής φίλης του. Τώρα οι δυό τους έμοιαζαν περισσότερο από ποτέ. Τώρα ήταν η κατάλληλη ώρα. Έπρεπε να βιαστεί, έστω για να χαρεί μια στιγμή την ψευδαίσθηση που υποσχόταν η μορφή της.
Ήξερε πως τα πόδια της δε θα άντεχαν. Θα λύγιζαν και θα την σώριαζαν στο κρυό παρκέ του σαλονιού της θείας Ευσταθίας. Έτσι κι έγινε. ΑΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΤΗΝ ΕΧΕΙ ΟΡΘΙΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΗΝ ΕΧΕΙ ΔΕΜΕΝΗ Η τραγωδία ήτανε πως αυτό δεν ίσχυε μονο για την ψεύτικη φίλη του, αλλά και για την πεσμένη ψωλή του. Έκλαιγε. Λες κι ήταν κορίτσι. Έκλαιγε που δεν μπορούσε να επιβάλει τη βία του μήτε σ’ένα κορμί χωρίς ανάσα. Άρχισε να χτυπά το κεφάλι του στο δοκάρι που στήριζε το πάσο της κουζίνας. Σταμάτησε ξαφνικά απότομα. Τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα. Ήξερε τι χρειαζόταν. Κάποια ανάμνηση πατρική του έδωσε τη λύση.
Έβγαλε το λουρί απ’τη μέση του και το ξεχειλωμένο παντελόνι του έπεσε στο πάτωμα. Κατέβασε το εσώρουχό του. Από πάνω ήταν ήδη γυμνός. Δεν ήθελε να είναι σκεπασμένος με τίποτα πια. Έπιασε με τα χέρια –αυτά που για πρώτη φορά τολμηρά άγγιζαν κάτι- έπιασε με τα χέρια του το λουρί και το τίναζε με φόρα κατά πάνω του, κυρίως στην πλάτη, και όπου αλλού πάρει. Κάποιες φορές δεν άντεξε και έβγαλε ένα βαθύ αρρενωπό βογγητό.
Τώρα δεν έσταζε δάκρυ. Η κίνηση ήταν αργή αλλά σίγουρη. Μια σιγουριά ιερή, που διαπερνούσε τα χέρια του∙ ξεπερνούσε τη θέληση. Σαν να υπάκουγε σε μια εντολή που ερχόταν αυτόματα μέσα από την παλάμη. Έπαψε μόνο όταν κατά λάθος κοίταξε χαμηλά και την είδε σηκωμένη. Την χάιδεψε. Την καμάρωσε όρθια και γερή. Οι παλάμες του χαλάρωσαν και το λουρί χύθηκε στο παρκέ.
(Παύση)
Η κούκλα, η όρθια και γερή, έσκυψε αισθησιακά, σήκωσε το λουρί και τον προσκάλεσε δίπλα της ακουμπησμένη στο πάσο της κουζίνας∙ εκείνος τρέκλισε προς τα ‘κει και όταν έφτασε τον έδεσε στο δοκάρι με το λουρί. Μετά του ψιθύρισε ήρεμα στ’αυτί
Σε δένω για ν’ αναμένεις το λύσιμο
Τώρα φεύγω. Εσύ μείνε εδώ να κοιμάσαι.
Θα αλλάξω ξανά. Θα μοιάζω με τρύπια σακούλα
χυμένη στο πάτωμα, αλλά εσύ θα θυμάσαι.
Οι παλάμες σου με έκαναν σκληρή.
Η κίνησή τους είναι μαγική. Μεταμορφώνει
τον πόνο σε ηδονή.
Σε κάποιο άλλο τετράγωνο παρακάτω, ο περαστικός τιμωρός έφτασε κάτω απ’το μπαλκόνι όπου ένας πατέρας συμβούλευε το γιο του να μην κλαίει.
Αν θέλεις να λέγεσαι άντρας δεν πρέπει να πονάς.
Πήγαινε στη μάνα σου. Με το τσιμπιδάκι της
θα σου βγάλει την ακίδα απ’το χέρι και
θα σου ρίξει βάμα στην πληγή.
Εκείνη έπραξε έτσι ακριβώς. Μόνο πρόσθεσε
Άλλη φορά δεν πρέπει να μπαίνεις μόνος σου στο γκαράζ.
Όταν θέλεις την μπάλα σου θα πρέπει να την ζητάς.
Για να παίζεις γιόκα μου και να περνάς καλά,
πρέπει να ‘σαι υπάκουος, όχι αλόγιστα να τολμάς.
Αν δε φοβάσαι θα πονάς.
Ο περαστικός τιμωρός φοβήθηκε τι συνέπειες θα είχαν αυτές οι συμβουλές στη νεαρή ψυχή. Αλλά αυτή τη φορά δεν αντιμίλησε. Ήξερε πως τα πόδια του δεν τον άντεχαν πια. Είχε γεράσει τόσα χρόνια να προσπαθεί να υπερασπιστεί τον άγραφο νόμο της ηδονής. Παραπάτησε. Έχασε την ισορροπία του και, για να μην πέσει, γράπωσε, για να στηριχθεί, μια κολώνα της ΔΕΗ. Πριν λυγίσουν τα χέρια του και σωριαστεί στην άσφαλτο, κοίταξε την αντανάκλασή του στην βιτρίνα απέναντι σ’ένα μαγαζί, και ψέλισε στον εαυτό του –ή μήπως άραγε στον υπάλληλο μέσα, που στεκόταν όρθιος με τα χέρια του να χαϊδεύουν την ταμιακή μηχανή; –
Σ’ αφήνω γιατί αναμένω το πέσιμο
Εκείνη την ώρα είχε αδειάσει το κατάστημα ερωτικών ειδών. Όλη τη νύχτα πολλοί προσπάθησαν εκεί, αλλά το πρωί κανείς δεν μπορούσε να θυμηθεί πως είναι να είσαι εραστής. Ο υπάλληλος άλλαξε καρούλι στην ταμιακή και κατέβασε τα στόρια.
Ήταν πλέον σίγουρα πρωί, μπροστά στο κατάστημα ερωτικών ειδών που ο περαστικός επιτέλους κοιμήθηκε. Κανείς έκτοτε δε θυμήθηκε πως ήταν κι αυτός κάποτε εραστής. Πως τον έρωτα του, που άλλοτε οι τύψεις και ο φόβος του στέρησαν, αυτός τον ξεπλήρωνε πάντοτε με αίμα τοις μετρητοίς. Ο μωρός. Τι κατάφερε; Τι; Μωρός. Μωρός. Τι μωρός!