9 μ.μ


του Νικου Κονδυλη απόσπασμα απο το διηγημα ΡΟΗΟΝ………………………..

 

Μετά…

Άνοιξε τα μάτια , σκοτάδι.Περιεργάστηκε το σκοτάδι ψάχνοντας το χρόνο, το χώρο , αν ζεί ή αν είναι νεκρός.

Ζω , σκέφτηκε.

-Μάλιστα….»μια από τα ίδια».Είπε

Σηκώθηκε βιαστικά λεσ και στο σκοτάδι κρυβόταν κάτι επικίνδυνο και άναψε ένα φώς.Έβαλε μουσική σε ένταση τόσο που να καλύπτει όποιον άλλον ήχο ακουγόταν και όποιον πρόκειται να ακουστεί.
Έστριψε ένα δίφυλλο, το άναψε παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή , απαλά έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να χορεύει γυμνός.Το αίμα πότισε κάθε αφυδατομένη φαντασία και την έκανε να ανθίσει γαλάζια στον ώμο του άνθη.Ο κορμός της αναρριχήθηκε σε όλο  το κορμί του και τα πράσινα φύλλα τον έγλυφαν σε όλα τα σημεία που ερεθίζεται υγραίνοντας την σάρκα του με ένα παχύρευστο πράσινο υγρό.
Άνοιξε τα μάτια του ,πήρε το μήνυμα της νύχτας.Αποφάσισε πως σήμερα θα πάει στις πουτάνες ,να ξεπληρώσει στο σ’ωμα του την υποχρέωση αν και θα έπρεπε να το είχε κάνει νωρίτερα καθότι από πολύ καιρό του ζήταγε .
έκανε ένα ζεστό μπάνιο , έβαλε καθαρά ρούχα , καθάρισε το σπίτι.Πήρε μια εφημερίδα και άρχισε να ψάχνει τις αγγελίες(προτιμούσε να έρθουν οι πουτάνες σε αυτόν).

Ρωσίδα 19 χρονών,
Ξανθιά, γαλάζια μάτια
Ύψος 1.75, υπομενετική και
πρόθυμη να γνωρίσει νέες εμπειρίες
θέλει να επικοινωνήσει μαζί σου.

Κορίτσια από 19 έως 25 από Ρωσία,
Λατινική Αμερική, Ελλαδα και
Ιαπωνία τώρα έρχονται στο σπίτι σας

Μόνο για ευκατάστατους….

Πάρε με τηλέφωνο ειμαι 19 χρονών
Μελαχρινή γεμάτη όρεξη και οραίο κορμί
Είμαι φοιτήτρια και θέλω να διαβάσουμε μαζί
Τηλ

Γυναίκα 40 χρονών …

Μετά τις 3 το βράδυ…

Είμαι νέα γεμάτη υπομονή και κατανόηση
Θέλω να μοιραστώ τις όμορφες νύχτες με νέους
Πάρε τηλ να σου κάνω συντροφιά.

Αποφάσισε πως οι επιθυμίες του θα ικανοποιόντουσαν με μία Ρωσίδα.
Υπομονετικά περίμενε να σηκώσει το ακουστικό μια γυναικεία ρώσικη φωνή.

-Παρακαλώ
Σιγουρεύτικε ως προς το γυναικεία , όσο για το ρώσικη δεν ήταν σίγουρος.

-Γειά σας

Του φάνηκε γελοίο να μιλάει στο πλυθηντικό εφόσον ο λόγος που την πήρε τηλέφωνο ήταν να την γαμήσει.Παρόλο αυτά η ευγένεια ίσως να ήταν ένς φόρος τιμής για το επάγγελμά της και σίγουρα το άξιζε. …………..

Το ταξίδι


του Νίκου Κονδύλη αποσπασμα απο το διηγημα ΡΟΗΟΝ……………………………………………………………………………………………………

Αφού επιβιβάστηκαν το πλοιάριο ξεκίνησε και αυτοί κάθισαν όσο μπορούσαν πιο αναπαυτικά στην πλώρη του.Βγήκαν από τα βρώμικα νερά του λιμανιού προσπερνώντας τα φορτηγά πλοία που είχαν αγκυροβολήσει έξω από το λιμάνι.Τα σκουριασμένα αυτά πλοία έμοιαζαν πως είχαν γυρίσει όλες τις θάλασσες του κόσμου και κάποια από αυτά  ήταν πειρατικά που κούρσευαν πολυτελή κρουαζιερόπλοια, άλλα πως ήταν φτιαγμένα για να δίνουν στην θάλασσα νεαρά ναυτικά κορμιά και γέρους καπετάνιους που θα ταξίδευαν για τελευταία φορά και ύστερα θα γυρνούσαν στη στεριά, στοιχειωμένα πλοία ήταν.
Μα μετά από αυτά η θάλασσα άνοιξε την αγκαλιά της φανερώνοντας τα μικρά εφηβικά γαλάζια στήθη της όπου τα θαλασσοπούλια κούρνιαζαν στην τρυφερότητα τους.Η αλμυρή της ανάσα δρόσιζε το πρόσωπό του και τα χέρια της πέρασαν ανάμεσα από τις δύο κουμπότρυπες που έκλειναν το πουκάμισό του και το έκανε να ανοίξη  χαϊδευοντας  το στέρνο του.Έβγαλε ένα δίφυλλο που είχε ετοιμάσει από πριν και το άναψε  πολλαπλασιάζοντας την απόλαυση που ένιωθε. Μια παρέα από κορίτσια στέκονταν στην άκρη της πλώρης , ολάκερες ανεμίζονταν και αυτός ήταν σίγουρος  πως καποια στιγμή θα πέφτανε στη θάλασσα και γινόντουσαν γοργόνες ή σειρήνες  που θα προσκαλούσαν δελφίνια να τους συνοδεύσουν μέχρι το νησί.Όλα έγινα γαλάζια όπως η θάλασσα όπως ο ουρανός , ένας γαλάζιος κόσμος, αιθέριος και υγρός.

………………………………………………………………

Γνωριζεις αυτη την ιστορια….οχι ομως ετσι


Ο Ανδρέας ζούσε σε ένα μικρό χωρίο στην κεντρική Ήπειρο.Από παιδί έμαθε τα κατατόπια στα λιβάδια , στους λούφους , στα βουνά  που παιχνίδια έπαιζε μαζί με άλλα παιδιά. Η αλήθεια είναι πως από τότε συνόδευε τον πατέρα του όταν έπρενε τα ζώα και πήγαινε για την  βοσκή τους.Γράμματα αλλά από αυτά που το αγριόχορτο του έλεγε δεν έμαθε , αριθμoύς άλλους από τα αστέρια που του έμαθαν δεν γνώριζε , φυσική άλλον από τον ήλλιο και τον διαολεμένο τον άνεμο κανείς δεν του είπε και έτσι μεγάλωνε , όσπου οι φίλοι να ξεκόψουν από τα παλιά δρομάκια του ρυακιoύ που χάραζε είτε αυτά είτε που οι άνθροποι κάναν.Μα αυτός άλλη έγνοια δεν είχε , τα ζώα – πλέον μόνος – να πέρνει και με βήματα , όπω όταν τα φύλλα πέφτουν από τα δέντρα , να πέρπατα και σε θάμνους , λουλούδια , πέτρες και στα ζώα του να μιλά .Αγαπούσε τα ζώα του , αγαπούσε και το χορτάρι που έτρωγαν.Με αυτή την αγάπη έμαθε να ζει , με την βροχή , με το χιόνι , με τον καυτόν τον ήλιο.Η κορμοστασιά του ανδρική ήταν και στο πρόσωπο είχε πολλ’ες φορές άγρια γενειάδα,τα μάτια  ήταν πύρινες μπάλες που έπαιζε όμως ένα μικρό παιδί.Με αυτές αντίκρησε κάποτε την Μαριώ, ένα κορίτσι  17 χρονών , με μαύρα μακριά μαλλιά και μάτια που μοσχοβολούσαν .Έτσι στα 23 του ο Ανδρέας έμαθε μιαν άλλη αγάπη και έρωτα που εώς τότε δεν είχε μάθει .Δεν άργησε στα λιβάδια να πηγένουνε κρυφά από πατεράδες και μανάδες  και στ α ποτάμια , στα κρύια τα νερά  , σε μυστικά σειμία , μπανιο γυμνοι να κάνουν.Θέλησε λοιπόν  να την παντρευτή  μα μανάδες και αδέλφια , πατεράδες και χωριό τέτοιο γαμο δεν σηκώναν , ούτε θέλαν .Για το καλό λοιπόν  του Ανδρέα και την Μαρίως , αποφασίστικε να φύγει ο Ανδρέας  να πάει φαντάρος μιας και με δικαιολογίες  το είχε αργήσει για να πάει και αυτή ήταν η κατάλληλη ευκαιριά , σε πόλη να κατέβει , τα μάτια του πολλά να δούν και από την αγάπη της Μαριώς να ξεμάθει……………………………………………

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΕ

Ετσι λοιπόν στο κέντρο εκπαίδευσης μπήκε μαζί με ‘αλλους πολλούς και ορισμένους από αυτούς σαν τον Αντρέα και αυτοί ερωτευμένοι αγωνιούσαν ακόμα δεν μπήκαν, πότε έξω να βγουν στην αγκαλιά των κοριτσιών τους να πάνε .Π’ερναγες ο καιρός , ανθρώπους γνώρισε, φιλίες που το ρίζομα τους στο χρόνο σίγουρα θα άντεχε, στις εξόδους κορίτσια πολλά είδε αλλά αυτός την Μαριώ σκεφτόταν, στην Μαριώ έγραφε γράμματα που σε ένα φίλο του στο χωριό  τα έστελνε κι εκείνος κρυφά στο σχολείο τις ή τα βράδια τις τα έδινε.Πήγε παρεμεθώριο σε ένα νησί και εκεί πιο δύσκολα περνούσε , ασκήσεις , σκοπιά , αγγαρία και λιγές εξόδους.Σε αυτη τη Μονάδα γνώρισε ο Αντρέας και τον Γιάννη, ένα ύσηχο παιδί, νεώτερος από τον Αντρέα.Τον είχε ξεχωρήσει ο Αντρέας όντας πιο παλιός στο στρατό και ο Γιάννης  νεόφερτος.Κατακάποιο τρόπο γνώριζε ο Αντρέας οτι ο Γιάννης ήταν ένα ευαίσθητο παιδί και καλομαθημένο.Ετσι στον ελεύθερο χρόνο, τον βαρή τον χρόνο τις νύχτες, στην σκοπία την διπλή με τις ώρες συζητούσαν για την ζωή και την ζωή τους.Ο Γιάννης καποιά στιγμή μιας ώρας μεσημεριού είπε στον Αντρέα οτι ερωτευόταν άντρες και ο Αντρέας κατάλαβε μονάχα ότι και αυτός ερωτευόταν.Ο Αντρέας καποιά στιγμή μιάς ώρας μεταμεσονύκτιας του είπε ότι αγαπούσε ένα κορίστι και ότι του έγραφε γράμματα και ένα γραμμα του του διάβασε.Πέρασαν μήνες και η φιλία τους ρίζωσε, με τα φύλλα της τους έκανε ίσκιο στην κάψα του μεσημεριού, με το άρωμα των λουλουδιών της έκανε την μερα πιο γρήγορα να περνά.
Μια μέρα πήγαν μαζί με άλλους δεκαπέντε είκοση φαντάρους σε ένα φυλάκιο ,όπου μια μέρα ολόκληρη θα φύλαγαν πέντε από αυτους  μια σκοπιά σε μια άσκηση.Όταν έφτασε αυτή η μέρα ήταν μαζί με τους πέντε και ο Γιαννης με τον Αντρέα και πήγεναν σε μία σκοπιά που ήταν κάτω από την γή και ήταν μια νύχτα κρύα για καλοκαίρι.Σαν έφτασαν είδαν χώμα στο πάτωμα της σκοπιάς , ένα κρεβάτι και τέσσεροις τσιμεντένιους τοίχους με μικρα παράθυρα.Τελικά εκεί αντί για μέρα μείναν τέσσερης.Μια μέρα από αυτές εκεί ο δακτυλοδεικτούμενος για τον στρατώνα Γιαννη και ο Αντρέας που πολύ σε σπουδαγμένους δεν μιλαγε ξαγρυπνούσαν με τους υπόλοιπουςΕκείνη την νύψτα κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί παραμονάχα ο κουρασμένος Γιάννης που σε μια γωνιά κάτω στο χώμα ξαπλωσε ,μια κρύα νύχτα ήταν.Αμαθως έτρεμε από το κρύο.ο Αντρέας σαν τον είδε είπε  «ρε συ Κώστα κάτσε να φυλάς στην σκοπιά και αφου κανείς δεν μπορεί να κοιμηθεί ας φυλάτε όλοι μαζι» και πήγε και ξάπλωσε  δίπλα στον Γίαννη , τον αγκάλιασε  και του είπε»καλομαθημνεο καλοκαίρι καιρό και εσύ τρέμει σαν το ψάρι».Κθίσαν έτσι εκεί μπρωστα στα γουλρομένα μάτια των υπόλοιπων φαντάρων και λιγο πριν αποκοιμηθή ο Γιάννης ζεσταμένως και φωλιασμένοςστην αγκαλιά του Αντρέα ο Αντρέας του είπε» Γιάννη , Μαριώ την λένεκαι όταν τελιώσω τον στρατο θα την παντρευτώ»

Ορθολογιστικος μαισεωνας


Κοίτα να δείς που κάποια στιγμή τα ποιήματα
δεν θα τα διαβάζουν αναγνώστες
αλλα ψυχίατροι.
Εμείς όμως θα συνεχίζουμε να γράφουμε
και αυτοί ανάλογα με το νόημα,τη φόρμα , το ρυθμό
θα μας παραπέμπουν σε ψυχαναλητές , σε ψυχοθεραπευτές
αναλητικούς, συμπεριφοριστικούς
κι όσο ομεις θα γράφουμε
θα αναπτύξουν και νέες θεωρίες περι ψυχολογίας
και νέες παθήσης.
Βέβαια αυτό μονάχα με την ποίηση δεν θα γίνει
θα συμβάλουν και οι μουσικοί και οι ζωγράφοι, οι φωτογράφοι , οι ηθοποιοί
όλοι πλέον οι παθολογικοί καλλητέχνες.
Αυτή η αρρώστια-τέχνη πλέον θα αναγνωρίζετε
και στο dna των γονέων
παιδιά τέτοια έτσι να μην κάνουν,τότε
οι κοινωνία όρθια στεκούμενη μέσα στο ιερό
μπροστά στην αγιά τράπεζα
θα κοινωνή την αμόλυντη και αμάραντη ψυχολογία της
προσευχόμενη με το βλέμμα της στραμμένο προς ένα καθρέφτη

16/33


Το όνομα δεν έχει σημασία , αλλά ότι ήταν σε μια ήλικια που μαζί με αυτούς που τον γεννήσαν είχαν φτιάξει ένα δωμάτιο για να μένει. Αυτός φρόντισε περίγυρα να υπάρχουν παράθυρα μεγάλα, φως της ημέρας να μπαίνει και καθαρός αέρας. Από εκεί παρατηρούσε με ασφάλεια τον κόσμο χωρίς ποτέ, όπως ο καθένας σε αυτή την ηλικία, να βγαίνει έξω. Είχε μια πόρτα βαριά και ξύλινη που θα άνοιγε όταν θα έπαιρνε απόφαση η ζωή να βγει έξω. Στο δωμάτιο μέσα οι γονείς του, του είχαν χαρίσει μια εγκυκλοπαίδεια που αφορούσε τη ζωή τους, ένα ακονισμένο σπαθί, μια κούπα του καφέ, την φωτογραφία τους και πολλά άλλα. Και αυτός όμως είχε επιλέξει τα δικά του αντικείμενα που διακοσμούσαν το χώρο του, ένα βάζο γεμάτο λευκούς κρίνους, ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο και ένα ερωτηματικό. Δεν ήταν όμως μονο αυτά, γιατί γι’ αυτόν υπήρχε μια διαφορά τόσο μικρή και τόσο μεγάλη, εκεί κάτω από το μαξιλάρι του το είχε ή κάτω από το στρώμα , άλλες φορές μέσα σε ένα κουτί ξύλινο με τα παιδικά του παιχνίδια το είχε, αυτό το βιβλίο που δεν είχε γραφτεί ακόμα αλλά όταν το άγγιζε πότε έκλαιγε, πότε αναρωτιόταν και άλλοτε λαχταρούσε, ποθούσε, φοβόταν. Για το λόγο αυτό, ποτέ δεν μπορούσε να το ανοίξει, απλά το άγγιζε. Μέσα στο δωμάτιο τριγυρνούσε γυμνός, πάντα γυμνός, αν και είχε μια ντουλάπα με ρούχα που αυτός διάλεξε, αλλά δεν τα φορούσε ποτέ. Δίπλα από την ντουλάπα ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης και περνούσε κάποιες μέρες, αρκετές ώρες μπροστά του να κοιτάζει τον εαυτό του, το σώμα του, το πρόσωπό του και ένιωθε περήφανος και όμορφος κάθε φορά. Ήταν κι εκείνες οι μέρες που παίρνοντας προσεκτικά το βιβλίο, το τυλιγμένο με μετάξι που δεν είχε ανοίξει ποτέ, πήγαινε μπροστά στο καθρέφτη, έβγαζε το μετάξι και το άγγιζε. Ήταν τότε που το σώμα του, του φαινόταν πιο ωραίο από ποτέ, κρατούσε σφιχτά το βιβλίο και συγκεντρωμένος κοιτούσε στον καθρέφτη τόσο, που στον καθρέφτη εμφανίζονταν ξένα σώματα όμοια με το δικό του, σώματα και πρόσωπα από φίλους ή περαστικούς. Ήταν τότε που ο φαλλός του γινόταν σύμβολο ηδονής και τα οπίσθιά του γεμάτα φόβο σκιρτούσαν, τότε που το δωμάτιο γινόταν ότι ήθελε αυτός, το δωμάτιο ενός φίλου του ή ενός περαστικού, τότε που τα μάτια του λαμπίριζαν πιο πολύ κι από τον ήλιο και η καρδια του γινόταν ο αλχημιστής των συναισθημάτων του, ώσπου το σπέρμα του να εκτιναθεί με δύναμη και να περάσει μέσα στον καθρέφτη, χωρίς να τον σπάσει, πάνω στα σώματα που έβλεπε και πάνω στο δικό του……………………………………………………………..

Τότε ανθισμένα αισθήματα μοσχοβολούσαν σε όλο το δωμάτιο, αρώματα που βγαίναν μέσα από αυτόν και με τρεμάμενα πόδια ξάπλωνε στο κρεβάτι, αυτό που ήταν κάτω από ένα παράθυρο που αν κοίταγε κανείς έξω φαινόταν ένα ουράνιο τόξο, αλλά που αυτός δεν είχε δει ποτέ τι φαινόταν απ’ αυτό το παράθυρο. Ξάπλωνε ανθισμένος από αγριολούλουδα καθώς μύριζε το αίσθημα της αγάπης και της ενοχής.
Έτσι κυλούσαν οι μέρες μέσα στο δωμάτιο. Περνούσαν βλέποντας από τα παράθυρα τους φίλους ντυμένους να περιφέρονται έξω από το δωμάτιο του και πολλές φορές του χτυπούσαν την πόρτα, αυτή που δεν άνοιγε με την θέληση του και μονο, αυτή που δεν είχε ανοίξει σε κανέναν άντρα όσο φανταχτερά ρούχα κι αν φορούσε, όσο όμορφος κι αν ήταν. Ώσπου μια μέρα ένας μεγάλος άντρας, γυμνός, με σώμα ποθητό στάθηκε σε ένα από τα παράθυρά του, χωρίς να δείχνει ότι θέλει να χτυπήσει την πόρτα του, απλά τον κοιτούσε επίμονα με μάτια που καθήλωναν κάθε φαντασία. Κάθε μέρα για πολλές εβδομάδες στεκόταν εκεί, γυμνός, έξω απ’ το παράθυρό του και το παιδί τον κοιτούσε πλέον συχνά, τόσο, που ήξερε με κάθε λεπτομέρεια το γυμνό κορμί του άντρα. Μια μέρα από εκείνες πήρα το βιβλίο που ήταν τυλιγμένο σε μετάξι καθώς ο άντρας τον κοιτούσε μέσα στα μάτια και τότε η ζωή άνοιξε την πόρτα του δωματίου κλαίγοντας. Ο άντρας κατευθήνθηκε προς την πόρτα, στάθηκε με απλωμένο χέρι στο πλατύσκαλο και του είπε “έλα έτσι όπως είσαι, μαζί με το βιβλίο να σου διαβάσω ιστορίες που γράφει και που ακόμα δεν ξέρεις”………………………………………….
Συνεχίζεται

Το παίδι κρατώντας στο χέρι του το βιβλίο, κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, εκεί που βρισκόταν ο άντρας, καθώς η εξόδος συνοδευόταν από τυμπανοκρουσίες της καρδιάς του. Δεν ήξερε αν αυτό που ένιωθε ήταν φόβος ή πόθος, δεν ήξερε αν ελκυόταν από τον άγνωστο – γνωστό που έξω από την πόρτα του υπάρχει ή αν ελκυόταν από τον άντρα. Σκεφτόμενος αυτά, ήδη περπατούσε δίπλα από τον άντρα, έξω από το δωμάτιό του. Κι όλα όσα έβλεπε από το παράθυρό του τόσα χρόνια, τώρα του μοιάζαν διαφορετικά. Ο άντρας του είπε ”θα πάμε στο δικό μου δωμάτιο αλλά είναι ένα σπίτι που έχει κι άλλα δωμάτια, θα δείς θα σου αρέσει”.
Πέρασαν από δρόμους που δεν τους έβλεπε κανείς, έρημους. Φτάσαν στην εξώπορτα, την άνοιξε ο άντρας και μπήκαν μέσα σε ένα δωμάτιο που είχε κι άλλες πόρτες. Ο χώρος ήταν καθαρός και όλα ήταν τακτοποιημένα με ακρίβεια εκατοστού, μύριζε όμορφα χωρίς να έχει λουλούδια ή γλάστρες, από κάποια άγνωστη πηγή ένας απαλός θερμός αέρας γλιστρούσε πάνω στο κορμί του. Ο άντρας του χάιδεψε το πρόσωπο και του είπε λόγια που δεν είχε ακούσει ποτέ, το χέρι του παιδιού κρατούσε το βιβλίο σφιχτά, τόσο που είχαν ιδρώσει οι παλάμες του, ο άντρας κοιτάζοντάς τον στα μάτια τον φίλησε στο στόμα, το βιβλίο γλίστρησε από τα χέρια του παιδιού και έπεσε στο δάπεδο. Πίστεψε τόσο σε αυτό, που δόθηκε ολοκληρωτικά και απόλυτα στην πίστη του, χωρίς να θέσει όρους. Από τότε, εγκατέλειψε το δωμάτιό του χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα για αυτόν, ένιωσε την έκσταση στο πρόσωπο του άντρα. Αφέθηκε στην ελευθερία της δύναμής του σε όλες τις πιθανές όψεις που θα είχε, στο αποκορύφωμα της ηδονής και στα τρίσβαθα της υποταγής.
Ο άντρας, πήρε το βιβλίο του παιδιού στα χέρια του και ένιωσε δυνατός, έτσι ακριβώς όπως ήθελε να νιώσει….. μετά……
Μετά του έμαθε να του γλύφει τον πούτσο του με πάθος και τα αρχίδια, να τον φτάνει τόσο βαθιά στο λαρύγγι του που να πνίγεται, του έμαθε να δέχεται το χύσι στο πρόσωπό του και μετά από αυτό τον έμαθε να το γεύεται και να το καταπίνει, ήρθε και η ώρα στον εφηβικό του κώλο να χαρίσει ηδονή γαμιώντας τον με δύναμη τόση, που τα πόδια του παιδιού να κοπούν απ’ τον πόνο κι αχόρταγα μετά από το τελείωμα να τον ξαναγαμήσει, τον έμαθε να δέχεται την φτυσιά και το κάτουρο σε όλο του το σώμα ανακατεμένα με χύσια, ύστερα κάλεσε φίλους να ικανοποιηθούν από το παιδί κι από αυτούς να γαμηθεί, να τους τσιμπουκώσει, να τον κατουρήσουν, να τον φτύσουν, να τον χύσουν, να τον δέσουν, να τον δέρνουν, αρχίδια, πούτσοι, κώλοι στο στόμα του παιδιού.
Μα αυτός πίστευε τόσο σε αυτόν, που δόθηκε ολοκληρωτικά και απόλυτα στην πίστη του, χωρίς να θέσει όρους. Από τότε είχε εγκαταλείψει το δωμάτιό του χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα για αυτόν, ένιωσε την έκσταση στο πρόσωπο του άντρα. Είχε αφεθεί στην ελευθερία της δύναμής του σε όλες τις πιθανές όψεις που θα είχε, στο αποκορύφωμα της ηδονής και στα τρίσβαθα της υποταγής.
Πέρασαν οκτώ μήνες μέσα στο σπίτι του άντρα και αυτός του ζήτησε μια μέρα να πάει στο δωμάτιό του.Το παιδί υπάκουσε, άνοιξε την πόρτα και αφού απομακρύνθηκε τόσο ώστε να μπορεί να δει ακόμα την εξώπορτα του άντρα, γύρισε και είδε έναν συνομήλικό του μαζί με κάποιους φίλους του άντρα να μπαίνουν σπίτι του.
Όταν έφτασε στο δωμάτιό του και μπήκε μέσα δεν παρατήρησε πόσο είχε αλλάξει, είδε μόνο το βιβλίο του απάνω στο τραπέζι ανοιγμένο στην σελίδα που έγραφε………………………………..

Τέλος

Στιγμές με το ονομα Κυριακη


Aυτή η μέρα, η μέρα αυτή της νιότης μας που ταξιδεύαμε στην φαντασία μας κατακτώντας κόσμους που δημιουργούσαμε εμείς. Ήταν εκείνη που πιο πολύ επιθυμούσαμε καθώς ήμασταν σε ένα μεσημεριανό τραπέζι καθισμένοι όλοι μαζί οικογενειακώς να τρώμε με κυρίως πιάτο την ιστορία του 20ου αιώνα, αυτήν την ίδια που σιχαθήκαμε το ίδιο παρελθοντικό φαγητό της καθώς συνοδευόταν με προσδοκίες για μάς που δεν μας αφορούσαν. Αλλά πάλι οποιαδήποτε μέρα και αν ήταν, αυτή του πρώτου ηλιόλουστου έρωτα δεν είχε άλλο όνομα από αυτής της ίδιας που νύχτα χωρίς φεγγάρι και άστρα στον ουρανό έσπασε η καρδιά μας αποκτώντας και εμείς το πρώτο μικρό παρελθόν μας.

Ξημέρωσε Δευτέρα και ανακαλύψαμε το μέλλον με τέτοιο τρόπο που νιώθαμε πρωτόπλαστοι. Κατασκευάσαμε τις ελπίδες μας δίνοντας τους ονόματα όπως Santa Maria και Αργώ, για να ταξιδέψουμε μέσα στην εβδομάδα και να χάσουμε το παρόν. Μέχρις ότου αγκυροβολήσουμε στο άχρονο πέλαγος της Κυριακής, με βροχή φθινοπώρου και να μυρίζει χώμα η κρεβατοκάμαρα που εκεί αγκαλιασμένοι κάτω από τα παπλώματα με την εμπειρία των συναισθημάτων μας μετά από μια Μαρία, έναν Χρήστο, Δημήτρη, Γεωργία, Σοφία, Βασιλική, να καπνίζουμε πίνοντας ζεστό καφέ, με αναμμένο το τζάκι το χειμώνα με φίλους ερχόμενους από άλλες πραγματικότητες από τις δικές μας που αποδεχθήκαμε, να πίνουμε και να τρώμε ο ένας από το πιάτο του άλλου, σε λιβάδια, αγρούς, βουνά θάλασσες, της άνοιξης να ανακαλύπτουμε την ομορφιά της γέννας της φύσης αλλά και της γέννησης μας, με πυρωμένα σώματα στο κάμα του καλοκαιριού να νιώθουμε ότι βρισκόμαστε στον πυρήνα της Γης και ότι δεν ξεχωρίζουμε, είμαστε ένα.

Ναι, δεν αναγνωρίζουμε άλλη μέρα από αυτή όταν τα παιδιά μας παίζουν στις δικές μας αγνώριστες αλάνες καθώς εμείς καθισμένοι στο σαλόνι, επιτέλους μπορούμε να ξεφυλλίσουμε ένα περιοδικό ή εφημερίδα, δεν είναι άλλη από αυτή την μέρα όταν σηκωνόμαστε από την κουνιστή καρέκλα δίπλα από το παράθυρο ξεκρεμώντας από το μυαλό μας το παρελθόν για να φτιάξουμε φαγητό για τα παιδιά και τα εγγόνια μας που περιμένουμε να έρθουν.

Όταν τα βλέφαρα θα μείνουν για πάντα ανοιχτά, αυτά που θα βλέπουμε από την ζωή μας όποια άλλη μέρα και αν ήταν, εμείς θα τις βλέπουμε σαν Κυριακές.

Το ταξίδι


……………………………………………………………………………………………………

Αφού επιβιβάστηκαν το πλοιάριο ξεκίνησε και αυτοί κάθισαν όσο μπορούσαν πιο αναπαυτικά στην πλώρη του.Βγήκαν από τα βρώμικα νερά του λιμανιού προσπερνώντας τα φορτηγά πλοία που είχαν αγκυροβολήσει έξω από το λιμάνι.Τα σκουριασμένα αυτά πλοία έμοιαζαν πως είχαν γυρίσει όλες τις θάλασσες του κόσμου και κάποια από αυτά  ήταν πειρατικά που κούρσευαν πολυτελή κρουαζιερόπλοια, άλλα πως ήταν φτιαγμένα για να δίνουν στην θάλασσα νεαρά ναυτικά κορμιά και γέρους καπετάνιους που θα ταξίδευαν για τελευταία φορά και ύστερα θα γυρνούσαν στη στεριά, στοιχειωμένα πλοία ήταν.
Μα μετά από αυτά η θάλασσα άνοιξε την αγκαλιά της φανερώνοντας τα μικρά εφηβικά γαλάζια στήθη της όπου τα θαλασσοπούλια κούρνιαζαν στην τρυφερότητα τους.Η αλμυρή της ανάσα δρόσιζε το πρόσωπό του και τα χέρια της πέρασαν ανάμεσα από τις δύο κουμπότρυπες που έκλειναν το πουκάμισό του και το έκανε να ανοίξη  χαϊδευοντας  το στέρνο του.Έβγαλε ένα δίφυλλο που είχε ετοιμάσει από πριν και το άναψε  πολλαπλασιάζοντας την απόλαυση που ένιωθε. Μια παρέα από κορίτσια στέκονταν στην άκρη της πλώρης , ολάκερες ανεμίζονταν και αυτός ήταν σίγουρος  πως καποια στιγμή θα πέφτανε στη θάλασσα και γινόντουσαν γοργόνες ή σειρήνες  που θα προσκαλούσαν δελφίνια να τους συνοδεύσουν μέχρι το νησί.Όλα έγινα γαλάζια όπως η θάλασσα όπως ο ουρανός , ένας γαλάζιος κόσμος, αιθέριος και υγρός.

………………………………………………………………

Ακρωτηριασμός


……………………………………………..

Έπρεπε να φύγω από αυτή την γυναίκα.

Οι σκέψρεις της ματιάς μου είχαν απορροφήσει το χρόνο, την κούραση που φυσιολογικά από μία τέτοια διαδρομή θα έπρεπε να είχα.Κάπως έτσι ίσως να είναι και ο θάνατος, δίχως χρόνο , αποστάσεις , κούραση, ίσως τελικά να είναι απλές σκέψεις.

– Σας παρακαλώ καλέ κύριε βοηθήστε με .Είμαι ανάπηρος, έχω παιδιά και δεν μπορώ να δουλέψω, βοηθήστε με , δώστε ότι μπορείτε.

Ένας ζητιάνος στην γωνία του δρόμου με ακρωτηριασμένη αξιοπρέπεια. Στάθηκα μπροστά του , το βλέμμα μου έπεσε στην λυγισμένη παλάμη του ,δίχως να δω το ακρωτηριασμένο πόδι , το βρώμικο λυπημένο πρόσωπό του, μονάχα την λυγισμένη παλάμη του , μόνο αυτή κοίταγα. Παρακάλαφε συνεχώς και σαν είδε πως δεν ανταποκρινόμουνα σήκωσε το άλλο του ΄χερι κρατώντας ένα χασαπομάχαιρο και με όλη του τη δύναμα το σφήνωσε στο άλλο πόδι , δίχως πόνο, δίχως φόβο , το κάρφωσε το μαχαίρι ξανά και ξανά εώς ότου ακρωτηριαστεί και αυτό.

– Σας παρακαλώ, είχα ένα ατύχημα και κόπηκαν τα δύο μου πόδια λυπηθήτε με.

Κάθε τι ελατωματικό που η φύση πετάει στομ Καιάδα, ο ανθρωπος του προσφέρει έμα κόσμο για να ζήσει, ευτηχισμένος ή μη, θέλοντας ή μη θέλοντας . Και αυτός ο ζητιάνος είναι ευτυχησμένος όταν τον λυπούνται, είναι δουλειά του να μπορεί να κάνει τους άλλους να τον λυπούνται.ίσως για αυτό δεν άντεξε μπροστά στην ψυχρότητά μου.

– Σας παρακαλώ.

Δίπλα ήταν και ο γίος του , δεν μίλαγε μόνο με κοίταγε , απλώς με κοίταγε.
Και επειδή ακόμα δεν ανταποκρινόμουν σήκωσε ξανά το οπλισμένο χέρι του και με την ίδια βία ακρωτηρίασε το πόδι του γιού του.

– Σας παρακαλώ εγώ και ο γιός μου ακρωτηριαστήκαμε σε ένα τροχαίο , βοηθήστε μας.

Δεν του έδωσα άλλη σημασία και άρχισα να απομακρύνομαι.Γυρίζοντας το κεφάλι μου τον είδα με αρρωστημένο πάθος να ακρωτηριάζονται αυτός και το παιδί του.

– Σας παρακαλώ .Ούρλιαξε

9 μ.μ


Μετά…

Άνοιξε τα μάτια , σκοτάδι.Περιεργάστηκε το σκοτάδι ψάχνοντας το χρόνο, το χώρο , αν ζεί ή αν είναι νεκρός.

Ζω , σκέφτηκε.

-Μάλιστα….»μια από τα ίδια».Είπε

Σηκώθηκε βιαστικά λεσ και στο σκοτάδι κρυβόταν κάτι επικίνδυνο και άναψε ένα φώς.Έβαλε μουσική σε ένταση τόσο που να καλύπτει όποιον άλλον ήχο ακουγόταν και όποιον πρόκειται να ακουστεί.
Έστριψε ένα δίφυλλο, το άναψε παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή , απαλά έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να χορεύει γυμνός.Το αίμα πότισε κάθε αφυδατομένη φαντασία και την έκανε να ανθίσει γαλάζια στον ώμο του άνθη.Ο κορμός της αναρριχήθηκε σε όλο  το κορμί του και τα πράσινα φύλλα τον έγλυφαν σε όλα τα σημεία που ερεθίζεται υγραίνοντας την σάρκα του με ένα παχύρευστο πράσινο υγρό.
Άνοιξε τα μάτια του ,πήρε το μήνυμα της νύχτας.Αποφάσισε πως σήμερα θα πάει στις πουτάνες ,να ξεπληρώσει στο σ’ωμα του την υποχρέωση αν και θα έπρεπε να το είχε κάνει νωρίτερα καθότι από πολύ καιρό του ζήταγε .
έκανε ένα ζεστό μπάνιο , έβαλε καθαρά ρούχα , καθάρισε το σπίτι.Πήρε μια εφημερίδα και άρχισε να ψάχνει τις αγγελίες(προτιμούσε να έρθουν οι πουτάνες σε αυτόν).

Ρωσίδα 19 χρονών,
Ξανθιά, γαλάζια μάτια
Ύψος 1.75, υπομενετική και
πρόθυμη να γνωρίσει νέες εμπειρίες
θέλει να επικοινωνήσει μαζί σου.

Κορίτσια από 19 έως 25 από Ρωσία,
Λατινική Αμερική, Ελλαδα και
Ιαπωνία τώρα έρχονται στο σπίτι σας

Μόνο για ευκατάστατους….

Πάρε με τηλέφωνο ειμαι 19 χρονών
Μελαχρινή γεμάτη όρεξη και οραίο κορμί
Είμαι φοιτήτρια και θέλω να διαβάσουμε μαζί
Τηλ

Γυναίκα 40 χρονών …

Μετά τις 3 το βράδυ…

Είμαι νέα γεμάτη υπομονή και κατανόηση
Θέλω να μοιραστώ τις όμορφες νύχτες με νέους
Πάρε τηλ να σου κάνω συντροφιά.

Αποφάσισε πως οι επιθυμίες του θα ικανοποιόντουσαν με μία Ρωσίδα.
Υπομονετικά περίμενε να σηκώσει το ακουστικό μια γυναικεία ρώσικη φωνή.

-Παρακαλώ
Σιγουρεύτικε ως προς το γυναικεία , όσο για το ρώσικη δεν ήταν σίγουρος.

-Γειά σας

Του φάνηκε γελοίο να μιλάει στο πλυθηντικό εφόσον ο λόγος που την πήρε τηλέφωνο ήταν να την γαμήσει.Παρόλο αυτά η ευγένεια ίσως να ήταν ένς φόρος τιμής για το επάγγελμά της και σίγουρα το άξιζε. …………..

big bang


Από τότε πού με ένα συναίσθημα θανάτου έκανα έρωτα με την Αννα  πέρασαν μέρες ίσως και μήνες, αν λάβω υπόψην την αλλάγη του καιρού.Από τότε το χρόνο ως χρόνο ποτέ δεν τον έλαβα υπόψην μου.Αυτό πολλές φορές με έκανε να τον αντιλαμβάνομαι από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο, όταν πλέον αλλάγη ήταν αυτά που τα μάτια μου φωτογραφίζανε, απλές εικόνες που ερχόντουσαν στον ύπνο μου και γινόντουσαν ιστορίες, ένας άνθος μαραμένο, μία γυναικεία φιγούρα σε ένα παράθυρο ή ακόμα μπορεί και το κομμενό πόδι του ζητιάνου.Αυτός όμως ήταν και ο κυριότερος λόγο που άλλαζα συχνά δουλειά.

–  Μου αρέσει να δουλεύω βράδυ.Μονολόγησα φωναχτά από πάθος

Μου αρέσει να διασχίζω τους δρόμους της πόλης την νύχτα .Αργά όταν σχεδόν όλα σιωπούν, όταν σχεδόν όλα ονειρεύοντε.Φτάνοντας στο προορισμό μου κατηφόρισα τα σκαλιά για να φτάσω στο πορτόνι που κάθε φορά , έτσι νυχτιάτικα που το ξυπνώ, παραπονιέτε με ένα γκρινιάρικο σκουριασμένο κλαψούρισμα.

Περπάτησα στην ανθησμένη αυλή, κοντοστάθηκα για λίγο , τα αρώματα να αφήσω ως αύρες νεράϊδων να με κυκλώνουν, να με μεθούν , να με ξωστρακίζουν.Τις παρέσυρα μαζί εώς το κρεβάτι, ξάπλωσα με τα μάτια ανοιχτά στραμμένα προς τα χοντρα δοκάρια της σκεπής .Σιγανά, σιωπηλά ήρθε κρυφά σαν όνειρο ο θανατος να κάνει έρωτα με την ζωή και εγώ πλέον ήμουν έρμεος.

Δίχως γιατί με επικίνδυνους  ακροβατισμούς σκαρφάλωσα εώς εκεί.Κάθισα σε ένα απ΄τα δοκάρια , την πλάτη μου ακούμπησα στο τοίχο και μετά άφησα και την ψυχή μου να καθίσει.Κούρνιασα .Πέταξα την ματιά μου κάτω στην σιωπή και στο σκοτάδι.

Απορροφούσα εικόνες μαζί με μια εισπνοή βαθιά , απότομη , ερωτική , ξεψύχισμα.Το βλέμμα μου μετά από πολλά σταυρώθηκε στην εικόνα της Άννας.Με την ζέστη αυτή ιδρωμένη να είναι και παρμένη στο ονειρικό υποσυνείδητο του Μορφέα, έκανε νευρικές σπασμωδικές κινήσεις , σαν μορφή γέννας…., σαν γέννα.

Με ένα δυνατό ουρλιαχτό γέννησε τον εφιάλτη της και λίγες σταγόνες αίμα ανάμεσα απ΄τα πόδια της σημάδεψαν το σεντόνι, εμμηνόρροια.Γύρισε να με βρεί και δεν με ήβρε.

Έκλεισα τα μάτια και με μάτια κλειστά κοίταγα το κόκκινο λεκέ.Το σημαδι αυτό που ο πατέρας κάλυψε το πρόσωπό του τότε και από τότε για πάντα.Το σημάδι αυτό που κάθε φορά η Γέννα φέρνει , μια κηλίδα αίμα , ένα μικρό σημείο .Εκεί που η μάνα μου , η γιαγιά μου δημιουργήσανε ζωή.Το περίσσιο αγνό από της Άννας αίμα δίχως ακόμα να έχει δημιουργήσει ζωή , Παρθένο, συνέδεσε όλα τα τελευταία ουρλιαχτά – καθώς η ζωή ξεπορτίζει από την μάνα- μέσα εκεί διεγείροντας το ζωοφόρο από τις γέννες αίμα , δίνοντας του μια απεριόριστη ζωοδόχο δύναμη.

Ένα σημάδι που αν παρατηρούσες θα έλεγες, από ένα big bang γεννηθήκαν όλα.Έτσι και αυτό εκρίχθηκε , διαστελλόταν καλύπτοντας το λευκό κενό του σεντονιού δίνοντας του ζωή, αργα σταδιακά , στο σώμα της Άννας, στους τοίχους , στο πάτωμα , στον αέρα , συνθέντοντας την αποσύνθεση, κι όλα από μορφή γίναν πάλι σκόνη όπως τα σκονίδια του παραθύρου που αιωρούνται.Ένα σημάδι που αν το παρατηρούσες θα έλεγες πως από ένα big bang πέθαναν όλα.