Το όνομα δεν έχει σημασία , αλλά ότι ήταν σε μια ήλικια που μαζί με αυτούς που τον γεννήσαν είχαν φτιάξει ένα δωμάτιο για να μένει. Αυτός φρόντισε περίγυρα να υπάρχουν παράθυρα μεγάλα, φως της ημέρας να μπαίνει και καθαρός αέρας. Από εκεί παρατηρούσε με ασφάλεια τον κόσμο χωρίς ποτέ, όπως ο καθένας σε αυτή την ηλικία, να βγαίνει έξω. Είχε μια πόρτα βαριά και ξύλινη που θα άνοιγε όταν θα έπαιρνε απόφαση η ζωή να βγει έξω. Στο δωμάτιο μέσα οι γονείς του, του είχαν χαρίσει μια εγκυκλοπαίδεια που αφορούσε τη ζωή τους, ένα ακονισμένο σπαθί, μια κούπα του καφέ, την φωτογραφία τους και πολλά άλλα. Και αυτός όμως είχε επιλέξει τα δικά του αντικείμενα που διακοσμούσαν το χώρο του, ένα βάζο γεμάτο λευκούς κρίνους, ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο και ένα ερωτηματικό. Δεν ήταν όμως μονο αυτά, γιατί γι’ αυτόν υπήρχε μια διαφορά τόσο μικρή και τόσο μεγάλη, εκεί κάτω από το μαξιλάρι του το είχε ή κάτω από το στρώμα , άλλες φορές μέσα σε ένα κουτί ξύλινο με τα παιδικά του παιχνίδια το είχε, αυτό το βιβλίο που δεν είχε γραφτεί ακόμα αλλά όταν το άγγιζε πότε έκλαιγε, πότε αναρωτιόταν και άλλοτε λαχταρούσε, ποθούσε, φοβόταν. Για το λόγο αυτό, ποτέ δεν μπορούσε να το ανοίξει, απλά το άγγιζε. Μέσα στο δωμάτιο τριγυρνούσε γυμνός, πάντα γυμνός, αν και είχε μια ντουλάπα με ρούχα που αυτός διάλεξε, αλλά δεν τα φορούσε ποτέ. Δίπλα από την ντουλάπα ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης και περνούσε κάποιες μέρες, αρκετές ώρες μπροστά του να κοιτάζει τον εαυτό του, το σώμα του, το πρόσωπό του και ένιωθε περήφανος και όμορφος κάθε φορά. Ήταν κι εκείνες οι μέρες που παίρνοντας προσεκτικά το βιβλίο, το τυλιγμένο με μετάξι που δεν είχε ανοίξει ποτέ, πήγαινε μπροστά στο καθρέφτη, έβγαζε το μετάξι και το άγγιζε. Ήταν τότε που το σώμα του, του φαινόταν πιο ωραίο από ποτέ, κρατούσε σφιχτά το βιβλίο και συγκεντρωμένος κοιτούσε στον καθρέφτη τόσο, που στον καθρέφτη εμφανίζονταν ξένα σώματα όμοια με το δικό του, σώματα και πρόσωπα από φίλους ή περαστικούς. Ήταν τότε που ο φαλλός του γινόταν σύμβολο ηδονής και τα οπίσθιά του γεμάτα φόβο σκιρτούσαν, τότε που το δωμάτιο γινόταν ότι ήθελε αυτός, το δωμάτιο ενός φίλου του ή ενός περαστικού, τότε που τα μάτια του λαμπίριζαν πιο πολύ κι από τον ήλιο και η καρδια του γινόταν ο αλχημιστής των συναισθημάτων του, ώσπου το σπέρμα του να εκτιναθεί με δύναμη και να περάσει μέσα στον καθρέφτη, χωρίς να τον σπάσει, πάνω στα σώματα που έβλεπε και πάνω στο δικό του……………………………………………………………..
Τότε ανθισμένα αισθήματα μοσχοβολούσαν σε όλο το δωμάτιο, αρώματα που βγαίναν μέσα από αυτόν και με τρεμάμενα πόδια ξάπλωνε στο κρεβάτι, αυτό που ήταν κάτω από ένα παράθυρο που αν κοίταγε κανείς έξω φαινόταν ένα ουράνιο τόξο, αλλά που αυτός δεν είχε δει ποτέ τι φαινόταν απ’ αυτό το παράθυρο. Ξάπλωνε ανθισμένος από αγριολούλουδα καθώς μύριζε το αίσθημα της αγάπης και της ενοχής.
Έτσι κυλούσαν οι μέρες μέσα στο δωμάτιο. Περνούσαν βλέποντας από τα παράθυρα τους φίλους ντυμένους να περιφέρονται έξω από το δωμάτιο του και πολλές φορές του χτυπούσαν την πόρτα, αυτή που δεν άνοιγε με την θέληση του και μονο, αυτή που δεν είχε ανοίξει σε κανέναν άντρα όσο φανταχτερά ρούχα κι αν φορούσε, όσο όμορφος κι αν ήταν. Ώσπου μια μέρα ένας μεγάλος άντρας, γυμνός, με σώμα ποθητό στάθηκε σε ένα από τα παράθυρά του, χωρίς να δείχνει ότι θέλει να χτυπήσει την πόρτα του, απλά τον κοιτούσε επίμονα με μάτια που καθήλωναν κάθε φαντασία. Κάθε μέρα για πολλές εβδομάδες στεκόταν εκεί, γυμνός, έξω απ’ το παράθυρό του και το παιδί τον κοιτούσε πλέον συχνά, τόσο, που ήξερε με κάθε λεπτομέρεια το γυμνό κορμί του άντρα. Μια μέρα από εκείνες πήρα το βιβλίο που ήταν τυλιγμένο σε μετάξι καθώς ο άντρας τον κοιτούσε μέσα στα μάτια και τότε η ζωή άνοιξε την πόρτα του δωματίου κλαίγοντας. Ο άντρας κατευθήνθηκε προς την πόρτα, στάθηκε με απλωμένο χέρι στο πλατύσκαλο και του είπε “έλα έτσι όπως είσαι, μαζί με το βιβλίο να σου διαβάσω ιστορίες που γράφει και που ακόμα δεν ξέρεις”………………………………………….
Συνεχίζεται
Το παίδι κρατώντας στο χέρι του το βιβλίο, κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, εκεί που βρισκόταν ο άντρας, καθώς η εξόδος συνοδευόταν από τυμπανοκρουσίες της καρδιάς του. Δεν ήξερε αν αυτό που ένιωθε ήταν φόβος ή πόθος, δεν ήξερε αν ελκυόταν από τον άγνωστο – γνωστό που έξω από την πόρτα του υπάρχει ή αν ελκυόταν από τον άντρα. Σκεφτόμενος αυτά, ήδη περπατούσε δίπλα από τον άντρα, έξω από το δωμάτιό του. Κι όλα όσα έβλεπε από το παράθυρό του τόσα χρόνια, τώρα του μοιάζαν διαφορετικά. Ο άντρας του είπε ”θα πάμε στο δικό μου δωμάτιο αλλά είναι ένα σπίτι που έχει κι άλλα δωμάτια, θα δείς θα σου αρέσει”.
Πέρασαν από δρόμους που δεν τους έβλεπε κανείς, έρημους. Φτάσαν στην εξώπορτα, την άνοιξε ο άντρας και μπήκαν μέσα σε ένα δωμάτιο που είχε κι άλλες πόρτες. Ο χώρος ήταν καθαρός και όλα ήταν τακτοποιημένα με ακρίβεια εκατοστού, μύριζε όμορφα χωρίς να έχει λουλούδια ή γλάστρες, από κάποια άγνωστη πηγή ένας απαλός θερμός αέρας γλιστρούσε πάνω στο κορμί του. Ο άντρας του χάιδεψε το πρόσωπο και του είπε λόγια που δεν είχε ακούσει ποτέ, το χέρι του παιδιού κρατούσε το βιβλίο σφιχτά, τόσο που είχαν ιδρώσει οι παλάμες του, ο άντρας κοιτάζοντάς τον στα μάτια τον φίλησε στο στόμα, το βιβλίο γλίστρησε από τα χέρια του παιδιού και έπεσε στο δάπεδο. Πίστεψε τόσο σε αυτό, που δόθηκε ολοκληρωτικά και απόλυτα στην πίστη του, χωρίς να θέσει όρους. Από τότε, εγκατέλειψε το δωμάτιό του χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα για αυτόν, ένιωσε την έκσταση στο πρόσωπο του άντρα. Αφέθηκε στην ελευθερία της δύναμής του σε όλες τις πιθανές όψεις που θα είχε, στο αποκορύφωμα της ηδονής και στα τρίσβαθα της υποταγής.
Ο άντρας, πήρε το βιβλίο του παιδιού στα χέρια του και ένιωσε δυνατός, έτσι ακριβώς όπως ήθελε να νιώσει….. μετά……
Μετά του έμαθε να του γλύφει τον πούτσο του με πάθος και τα αρχίδια, να τον φτάνει τόσο βαθιά στο λαρύγγι του που να πνίγεται, του έμαθε να δέχεται το χύσι στο πρόσωπό του και μετά από αυτό τον έμαθε να το γεύεται και να το καταπίνει, ήρθε και η ώρα στον εφηβικό του κώλο να χαρίσει ηδονή γαμιώντας τον με δύναμη τόση, που τα πόδια του παιδιού να κοπούν απ’ τον πόνο κι αχόρταγα μετά από το τελείωμα να τον ξαναγαμήσει, τον έμαθε να δέχεται την φτυσιά και το κάτουρο σε όλο του το σώμα ανακατεμένα με χύσια, ύστερα κάλεσε φίλους να ικανοποιηθούν από το παιδί κι από αυτούς να γαμηθεί, να τους τσιμπουκώσει, να τον κατουρήσουν, να τον φτύσουν, να τον χύσουν, να τον δέσουν, να τον δέρνουν, αρχίδια, πούτσοι, κώλοι στο στόμα του παιδιού.
Μα αυτός πίστευε τόσο σε αυτόν, που δόθηκε ολοκληρωτικά και απόλυτα στην πίστη του, χωρίς να θέσει όρους. Από τότε είχε εγκαταλείψει το δωμάτιό του χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα για αυτόν, ένιωσε την έκσταση στο πρόσωπο του άντρα. Είχε αφεθεί στην ελευθερία της δύναμής του σε όλες τις πιθανές όψεις που θα είχε, στο αποκορύφωμα της ηδονής και στα τρίσβαθα της υποταγής.
Πέρασαν οκτώ μήνες μέσα στο σπίτι του άντρα και αυτός του ζήτησε μια μέρα να πάει στο δωμάτιό του.Το παιδί υπάκουσε, άνοιξε την πόρτα και αφού απομακρύνθηκε τόσο ώστε να μπορεί να δει ακόμα την εξώπορτα του άντρα, γύρισε και είδε έναν συνομήλικό του μαζί με κάποιους φίλους του άντρα να μπαίνουν σπίτι του.
Όταν έφτασε στο δωμάτιό του και μπήκε μέσα δεν παρατήρησε πόσο είχε αλλάξει, είδε μόνο το βιβλίο του απάνω στο τραπέζι ανοιγμένο στην σελίδα που έγραφε………………………………..
Τέλος